Η Χρεοκοπία 2.0
.
Επικρατούν συνθήκες ασφυξίας όσον αφορά τη ρευστότητα, σε μία αγορά που καταρρέει όπως το 2011 – οπότε λογικά προβλέπεται κάποια στιγμή στο μέλλον μία επόμενη πτώχευση της Ελλάδας που θα είναι πολύ πιο οδυνηρή από αυτήν του 2010. Γιατί; Επειδή το δημόσιο χρέος μας είναι ήδη πολύ πιο υψηλό και το κόκκινο ιδιωτικό επί πλέον – ενώ θα έχουμε ξεπουλήσει τη δημόσια περιουσία, καθώς επίσης πλειστηριάσει την ιδιωτική. Ασφαλώς ο γερμανικός μερκαντιλισμός συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο κατάντημα μας – ενώ όσον αφορά την πιστοληπτική μας αναβάθμιση από την Moody’s, στην τελευταία βέβαια θέση της ΕΕ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, χρεοκοπήσαμε με πολύ πιο καλή επενδυτική βαθμίδα από τη σημερινή.
.
Συνθήκες ασφυξίας σε μία αγορά που καταρρέει, όπως το 2011
«Τα Σουπερμάρκετ πληρώνουν έως και σε οκτώ μήνες τους προμηθευτές τους – ενώ το ίδιο το κράτος έχει επιστρέψει στις παλαιές πρακτικές, φτάνοντας να οφείλει σήμερα 3,4 δις €. Την ίδια στιγμή, το δημόσιο απαιτεί να πληρώνουν οι προμηθευτές εντός του μηνός τον ΦΠΑ, τον οποίο εισπράττουν έως και μετά από 8 μήνες – ενώ το κράτος τους πληρώνει αυτά που τους οφείλει άτοκα και όποτε θέλει».
Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να μην προσθέτουν οι προμηθευτές στις τιμές πώλησης τους αυτές τις καθυστερήσεις και τις προκαταβολές φόρων, τροφοδοτώντας τον πληθωρισμό; Δεν δημιουργούνται έτσι συνθήκες ασφυξίας στην αγορά, λόγω μειωμένης ρευστότητας;
Το γεγονός αυτό φαίνεται από την αύξηση των σφραγισμένων (=διαμαρτυρημένων) επιταγών κατά 45% το 2024 στα 101,8 εκ. € (οι απλήρωτες συναλλαγματικές κατά 3,84% στα 13,2 εκ. €), σε μία εποχή που το λιανικό εμπόριο υποφέρει – έχοντας μειωθεί σε όγκο κατά 8,3% το 2ο εξάμηνο του 2024. Ευρίσκεται δηλαδή πάνω από 10% χαμηλότερα από το μέσον όρο της ΕΕ – ο οποίος ήταν στο +2,5%.
Ο τζίρος βέβαια του λιανικού εμπορίου στην Ελλάδα, μειώθηκε σε όγκο κατά 8,3% ενώ σε τζίρο κατά 4,5% – γεγονός που σημαίνει πως οι τιμές αυξήθηκαν κατά 3,8% και άρα περισσότερο από τον πληθωρισμό. Προφανώς είτε λόγω αισχροκέρδειας, είτε εξαιτίας της εύλογης υπερτιμολόγησης των προμηθευτών – λόγω των συνθηκών πληρωμής τους από τα Σουπερμάρκετ και των απαιτήσεων/συμπεριφοράς του κράτους.
Το παράδοξο με το κράτος που οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του έχουν ξεπεράσει τα 3,4 δις € (νοσοκομεία 1,318 δις €, ΟΚΑ 597 εκ. €, ΟΤΑ 243 δις €, νομικά πρόσωπα Γενικής Κυβέρνησης 194 εκ. €, με τις εκκρεμείς επιστροφές φόρων στα 915 εκ. €), είναι ότι δανείζεται κατά την κυβέρνηση πάνω από 53 δις € από τους οργανισμούς του δημοσίου (=ενδοκυβερνητικό χρέος) – οπότε λογικά τα νοσοκομεία, οι ΟΚΑ, οι ΟΤΑ κοκ. καθυστερούν τις πληρωμές τους, με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις να αδυνατούν να πληρώσουν το προσωπικό και τις λοιπές υποχρεώσεις τους.
Ο Πρωθυπουργός ισχυρίζεται δε πως το κράτος διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα 47 δις € στην ΤτΕ – κάτι που δύσκολα γίνεται πιστευτό, με κριτήριο τις ασαφείς απαντήσεις που δίνονται στις ερωτήσεις που καταθέτουμε στη Βουλή, αλλά και τις απλήρωτες ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους. Ακόμη χειρότερα το κράτος, ενώ δεν πληρώνει, δεν συμψηφίζει τα οφειλόμενα στις επιχειρήσεις και στους Πολίτες – ενώ απαιτεί την είσπραξη των φόρων, διατηρώντας επί πλέον τις απαράδεκτες προκαταβολές, τα επίσης απαράδεκτα τεκμήρια και τον δήθεν προσωρινό ΕΝΦΙΑ. Έτσι η ελληνική αγορά έχει πλημμυρίσει από μεταχρονολογημένες επιταγές που δεν συναντώνται σε καμία άλλη χώρα – οπότε διαστρεβλώνεται και η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί, με την ΤτΕ να μην μπορεί φυσικά ούτε να την προσδιορίσει, ούτε να την ελέγξει.
Εάν θεωρεί κανείς παρ’ όλα αυτά πως η Ελλάδα είναι ένα ευνομούμενο κράτος και ότι η οικονομία μας βελτιώνεται, απλά εθελοτυφλεί – ειδικά όταν το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί πάνω από τα 415 δις € (χρεοκοπήσαμε με 299 δις €) και το κόκκινο ιδιωτικό υπερβαίνει τα 230 δις € (από αμελητέο το 2009).
Χρεοκοπία 2.0
Επειδή διαπιστώνουμε ότι, δίνεται πολύ μικρή σημασία στο θηριώδες εμπορικό μας έλλειμμα των -34,6 δις € το 2024, το οποίο μαζί με τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας είναι «ο ελέφαντας στο δωμάτιο», τα εξής:
(α) Μπορεί να έχουμε κοινό νόμισμα με όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, αλλά ασφαλώς όχι την ίδια ισοτιμία – υπάρχει δηλαδή το γερμανικό ευρώ, το γαλλικό, το ελληνικό κοκ.
(β) Η ισοτιμία ενός νομίσματος διεθνώς, καθορίζεται από το εμπορικό ισοζύγιο και, κατ’ επέκταση, από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (-15,1 δις € το 2024).
(γ) Σε μία νομισματική ένωση, η ισοτιμία απεικονίζεται στο κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος – το οποίο δεν εξαρτάται μόνο από τους μισθούς αλλά, κυρίως, από τις επενδύσεις (όπου η Ελλάδα παραμένει τελευταία στην ΕΕ), από την καινοτομία, από τις παραγωγικές διαδικασίες, από το ενεργειακό κόστος κοκ. Εν προκειμένω, παρά το ότι οι μέσοι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα είναι οι χαμηλότεροι στην ΕΕ (=τελευταίοι των τελευταίων), το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος παραμένει από τα υψηλότερα – εύλογα, αφού η παραγωγικότητα της εργασίας είναι στο 45% περίπου του μέσου της ΕΕ.
(δ) Στα παραπάνω πλαίσια, η ισοτιμία του ελληνικού ευρώ είναι πολύ υψηλή, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της Ευρώπης – κάτι που εκφράζεται με το ύψος των μισθών. Επομένως, το ελληνικό ευρώ έχει ξανά ανάγκη εσωτερικής υποτίμησης – δηλαδή πτώσης των μισθών για να παραμείνει η Ελλάδα ανταγωνιστική, παρά το ότι οι σημερινοί μισθοί είναι εξευτελιστικοί σε σχέση με το κόστος διαβίωσης, ενώ οι αποταμιεύσεις αρνητικές (τελευταία χώρα της ΕΕ). Το γεγονός αυτό, δηλαδή η πολύ υψηλή ισοτιμία του ελληνικού ευρώ, φαίνεται από τα δίδυμα ελλείμματα της χώρας μας που συνέχισαν να αυξάνονται τον Ιανουάριο – εμπορικό και εξωτερικών συναλλαγών.
(ε) Εναλλακτικά φυσικά, οι μισθοί θα εξισορροπούταν από την άνοδο των παραγωγικών επενδύσεων – οι οποίες όμως είναι εξαιρετικά χαμηλές, παρά το τεράστιο επενδυτικό μας κενό. Όσον αφορά ειδικά τις ξένες επενδύσεις δεν είναι μόνο χαμηλές αλλά, επιπλέον, αφορούν πάνω από 50% τα ακίνητα (μεταξύ άλλων λόγω των πλειστηριασμών) – με τις υπόλοιπες να προέρχονται κυρίως από το ξεπούλημα των ελληνικών επιχειρήσεων (δημοσίων και ιδιωτικών).
(στ) Την περίοδο των μνημονίων, τα οποία ακολούθησαν την εποχή των πολύ υψηλών εμπορικών ελλειμμάτων και ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών, η ισοτιμία μειώθηκε μέσω της εσωτερικής υποτίμησης που μας επέβαλε το ΔΝΤ – δηλαδή της μείωσης των ονομαστικών μισθών και συντάξεων, έτσι ώστε (1) να αυξηθούν οι εξαγωγές, λόγω χαμηλότερου μισθολογικού κόστους (2) να μειωθούν οι εισαγωγές, εξαιτίας της χαμηλότερης αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων και (3) να ισοσκελισθούν τα ελλείμματα.
Επειδή τώρα τα παραπάνω ελλείμματα επέστρεψαν ξανά στα επίπεδα του 2006/2010, εάν δεν αυξηθούν οι επενδύσεις, η καινοτομία κλπ., θα πρέπει να μειωθούν μισθοί και συντάξεις, για να ισοσκελισθούν τα ελλείμματα και να «αποκατασταθεί» η ισοτιμία του ελληνικού ευρώ – κάτι που όμως, όπως αποδείχθηκε στο παρελθόν, θα είχε τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, αφού θα προκαλούσε ύφεση κοκ.
Από την άλλη πλευρά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που δεν καλύπτεται από τις ξένες επενδύσεις, συμπληρώνεται με εξωτερικό δανεισμό – ο οποίος φυσικά έχει ημερομηνία λήξης (=ανώτατα όρια). Ως εκ τούτου, η Ελλάδα έχει οδηγηθεί ξανά στα αδιέξοδα του παρελθόντος, με τη χρεοκοπία 2.0 προ των πυλών – ευρισκόμενη όμως σε πολύ χειρότερη θέση, αφού το δημόσιο χρέος της είναι 117 δις € υψηλότερο από το 2009, από 299 δις € τότε στα 417 δις € σήμερα με χαμηλότερο ΑΕΠ (αυτή τη στιγμή εξυπηρετούμε μόνο τα 310 δις € περίπου, τα υπόλοιπα μετά το 2032), το κόκκινο ιδιωτικό έχει υπερβεί τα 230 δις € από αμελητέο τότε, η ιδιωτική περιουσία πλειστηριάζεται, έχουμε ξεπουλήσει τα πάντα, ο παραγωγικός μας ιστός έχει αποψιλωθεί κοκ. Σε κάθε περίπτωση, είναι τεράστιο λάθος να επικεντρώνεται η προσοχή μας στον προϋπολογισμό (ειδικά όταν τα πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονται με υπερφορολόγηση) και στο ρυθμό ανάπτυξης – ο οποίος πριν το 2010 ήταν υψηλότερος από σήμερα.
Ο γερμανικός μερκαντιλισμός και η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα
Με τον όρο «πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα» (Beggar-thy-neighbor-Politic) περιγράφεται η μεθοδική προσπάθεια ενός κράτους να μετατρέψει τις άλλες χώρες σε ζητιάνους – έχοντας για πρώτη φορά χρησιμοποιηθεί από τον Adam Smith στο βιβλίο του «Ο πλούτος των Εθνών». Τότε αναφέρθηκε στη στρατηγική του μερκαντιλισμού, ο οποίος αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση των εθνικών εμπορικών πλεονασμάτων – οπότε των αποθεμάτων χρυσού εκείνη την εποχή.
Πρόκειται για οικονομικά και πολιτικά μέτρα, τα οποία υιοθετεί μία χώρα με στόχο αφενός μεν να αυξήσει τις εξαγωγές της, αφετέρου να μειώσει τις εισαγωγές της – με τελικό αποτέλεσμα την άνοδο των εισοδημάτων στο εσωτερικό της, κυρίως των επιχειρηματιών, ή/και την αύξηση της απασχόλησης (περιορισμό της ανεργίας). Η αιτία είναι το ότι, οι αυξημένες εξαγωγές δημιουργούν ένα επί πλέον εισόδημα στα εγχώρια νοικοκυριά, μέρος του οποίου δαπανάται για την αγορά περισσοτέρων αγαθών και υπηρεσιών – οπότε δημιουργείται ξανά νέο εισόδημα (=εξαγωγικός πολλαπλασιαστής).
Επειδή όμως η αύξηση των εξαγωγών μίας χώρας προϋποθέτει την αντίστοιχη άνοδο των εισαγωγών άλλων χωρών, λειτουργεί περιοριστικά για τις οικονομίες τους – προκαλώντας τους κλιμάκωση της ανεργίας, μείωση των εισοδημάτων, αύξηση των χρεών κοκ. Ακριβώς για το λόγο αυτό λέγεται πως τα κράτη που υιοθετούν το μερκαντιλισμό, εξάγουν ανεργία και φτώχεια – με τα κλασσικά μέτρα της πολιτικής της φτωχοποίησης του γείτονα να είναι τα εξής:
(α) Η μη αναγκαία ανταγωνιστική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος που παρατηρείται σε περιόδους συναλλαγματικών πολέμων – κάτι που εφαρμόζεται έμμεσα στην περίπτωση της Γερμανίας, μέσω του ευρώ και της πολιτικής της ΕΚΤ.
(β) Η μη αναγκαία εσωτερική υποτίμηση – όπως είναι η μείωση των ονομαστικών μισθών ή/και η μη αύξηση τους ανάλογα με την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
(γ) Τα λοιπά μέτρα μείωσης των εισαγωγών, όπως οι δασμοί ή οι ποσοστώσεις – ή/και αύξησης των εξαγωγών, όπως οι επιδοτήσεις.
(δ) Η χειραγώγηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς επίσης τα πιο λεπτά μέτρα – για παράδειγμα η φορολογική πολιτική, η πολιτική του ανταγωνισμού, η προσέλκυση ξένων επενδύσεων, ο επενδυτικός ανταγωνισμός των πόλεων μεταξύ τους κοκ. Στα πλαίσια αυτά, με κριτήριο τα εμπορικά της πλεονάσματα, η Γερμανία εφαρμόζει μία αδίστακτη πολιτική φτωχοποίησης των γειτόνων της – ενώ τα τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ύψους σταθερά άνω των 200 δις €, θα οδηγήσουν τελικά στη διάλυση της Ευρωζώνης (=τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου).
Περαιτέρω, η Ολλανδία και η Αυστρία λειτουργούν βέβαια σχετικά ανάλογα με τη Γερμανία, αλλά είναι πολύ μικρότερες οικονομίες, συγκριτικά με τη γειτονική τους χώρα. Το ίδιο ισχύει επίσης για την Ελβετία, η οποία όμως «τιμωρείται» σε κάποιο βαθμό – μέσω της ανόδου της ισοτιμίας του φράγκου, παρά το ότι προσπαθεί να τη χειραγωγήσει, με τη διάθεση τεράστιων ποσών από την κεντρική της τράπεζα.
Ουσιαστικά λοιπόν ο μεγάλος κίνδυνος τόσο για την Ευρωζώνη, όσο και για τον πλανήτη γενικότερα, είναι η Γερμανία. Πολύ περισσότερο επειδή η άλλη μεγάλη εξαγωγική χώρα, η Κίνα, έχει πάψει πια να υποτιμάει το νόμισμα της – οπότε τα πλεονάσματα της είναι πολύ χαμηλότερα.
Ειδικά όσον αφορά τη Γαλλία, η χώρα δεν είναι πρόθυμη να εφαρμόσει το μισθολογικό dumping, οπότε το μερκαντιλισμό της Γερμανίας – επειδή οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους δεν θέλουν να υποστούν τις συνέπειες (=μείωση του βιοτικού τους επιπέδου κοκ.). Με απλά λόγια δε, οι Γερμανοί συμπεριφέρονται όπως εκείνος ο τσιγκούνης που δεν ξοδεύει τίποτα, με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει όλα τα χρήματα των γειτόνων του – οι οποίοι μπορούν μεν, αλλά δεν θέλουν να τον μιμηθούν.
Συνεχίζοντας, πριν από τριάντα περίπου χρόνια η Ολλανδία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία άρχισαν να στηρίζουν τις οικονομίες τους στην πολιτική της συγκράτησης των μισθών – σαν να ήταν συνεννοημένες μεταξύ τους. Αντί λοιπόν να προσαρμόζουν τις ονομαστικές αμοιβές των εργαζομένων τους στην αύξηση της παραγωγικότητας τους, συν έναν ορισμένο πληθωρισμό, τις αύξαναν μόνο όσον αφορά την παραγωγικότητα – με αποτέλεσμα να παραμείνουν σχεδόν σταθερές, μεταξύ των ετών 1995 και 2007.
Από την άλλη πλευρά η Γαλλία, η οποία επικεντρώνεται στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης όσον αφορά την ανάπτυξη της και όχι στις εξαγωγές, μείωνε επίσης τους μισθούς των εργαζομένων της στις αρχές του 1990 – κυρίως ως αποτέλεσμα της βαθιάς ύφεσης, στην οποία είχε οδηγηθεί μετά το 1992. Μετά το ξεκίνημα όμως της Ευρωζώνης, άρχισε ξανά να αυξάνει τους μισθούς με έναν ετήσιο σταθερό ρυθμό της τάξης του 2%, όπως επίσης η Ιταλία – όσος ήταν ακριβώς ο στόχος της ΕΚΤ.
Αντίθετα, η Γερμανία μετά το 2003 άρχισε να μειώνει τους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων της, όπως και η Ελβετία – ενώ χώρες όπως η Ιταλία, οι Η.Π.Α. και η Βρετανία λειτουργούσαν σχετικά ανάλογα με τη Γαλλία, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές απώλειες, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τους.
Ενώ τώρα τόσο οι Η.Π.Α., όσο και η Βρετανία είχαν τη δυνατότητα να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα τους υποτιμώντας τα νομίσματα τους, η κατάσταση της Γαλλίας, καθώς επίσης της Ιταλίας, επιδεινωνόταν διαρκώς – πολλών άλλων χωρών της Ευρωζώνης επίσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Έτσι αυξανόταν συνεχώς τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους, τα χρέη τους επίσης, ενώ δεν δημιουργούνταν μακροπρόθεσμα βιώσιμες θέσεις εργασίας – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, ορισμένες από αυτές τις χώρες να διογκώνουν το δημόσιο τομέα τους για να αντιμετωπίσουν την ανεργία, προσλαμβάνοντας έτσι υπεράριθμούς εργαζομένους.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Γαλλία αποχώρησε από την ομάδα των μερκαντιλιστών ήδη από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης το 1999 – ακολουθώντας πιστά τα συμφωνηθέντα, μεταξύ όλων των εταίρων της. Η απόφαση της αυτή ήταν σωστή, επειδή η Ευρωζώνη ως σύνολο δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει μία μερκαντιλιστική στρατηγική με επιτυχία – αφού το μερίδιο των εμπορικών συναλλαγών της με τα κράτη εκτός του ευρώ είναι πολύ χαμηλό.
Επομένως, εάν μία χώρα υιοθετούσε αυτή τη στρατηγική, θα ήταν εις βάρος των υπολοίπων – κάτι που δεν επιθυμούσε η Γαλλία. Φυσικά δεν μπορούσε να φαντασθεί ούτε η Γαλλία, ούτε οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης πως αυτήν ακριβώς την εποχή η Γερμανία θα έκανε το αντίθετο – εγκαινιάζοντας την «πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα», εις βάρος όλων των εταίρων της. Εν τούτοις, η πολιτική αυτή δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται στο διηνεκές, αφού αργά ή γρήγορα οι άλλες χώρες θα αντιδράσουν – ενώ ασφαλώς δεν θα αποδεχθούν την κατοχή τους από τη Γερμανία, όπως η Ελλάδα, για να εξοφλήσουν τα χρέη που η συμπεριφορά της τους έχει προκαλέσει.
Η Moody’s και ο έξυπνος λαός μας
Αναμένεται σήμερα η πιστοληπτική μας αναβάθμιση από την Moody’s, μετά από τα πολλά «παρακάλια» της κυβέρνησης – η οποία δεν θα έπρεπε καν να παρακαλεί, αλλά να το απαιτεί, αφού έδωσε «γη και ύδωρ» τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στους διεθνείς δανειστές.
Η αμερικανική εταιρία πάντως είναι η μοναδική που δεν μας έχει δώσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα – εύλογα, αφού το δημόσιο χρέος μας είναι στη στρατόσφαιρα, το κόκκινο ιδιωτικό επίσης, τα δίδυμα ελλείμματα μας (εμπορικό, τρεχουσών συναλλαγών) είναι ξανά στα επίπεδα του 2006/10, η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται, η παραγωγικότητα της εργασίας έχει καταρρεύσει στο 45% του μέσου όρου της ΕΕ κλπ.
Όσον αφορά δε την ανάπτυξη μας, στηρίζεται στη μονοκαλλιέργεια του ζημιογόνου τουρισμού (ζημιογόνου, αφού η μέση δαπάνη ανά τουρίστα έχει καταρρεύσει στα 573 € παρά τον πληθωρισμό από 620 € το 2022, όταν της Τουρκίας είναι στα 1.000 $, της Πορτογαλίας πάνω από 1.200 € κοκ.), καθώς επίσης στην κατανάλωση – δηλαδή στο οικονομικό μοντέλο που μας χρεοκόπησε και θα μας χρεοκοπήσει ξανά.
Ο παραλογισμός τώρα είναι το ότι, χρεοκοπήσαμε με 299 δις € δημόσιο χρέος, με αμελητέο κόκκινο ιδιωτικό και με πολύ πιο υγιή οικονομία (=επιχειρήσεις και νοικοκυριά) – ενώ σήμερα αναβαθμιζόμαστε, με δημόσιο χρέος περί τα 417 δις € (!) παρά το PSI, με κόκκινο ιδιωτικό πάνω από 230 δις €, με τον παραγωγικό μας ιστό αποψιλωμένο, με τους Πολίτες εξαθλιωμένους στην τελευταία θέση της ΕΕ στους μέσους μισθούς/συντάξεις (το 2009 είμαστε στο μέσον της ΕΕ), με την ακρίβεια στο ζενίθ κοκ.
Το αστείο δε είναι πως χρεοκοπήσαμε το 2009, έχοντας επενδυτική βαθμίδα από όλες τις εταιρίες – με μία εξαιρετικά καλύτερη πιστοληπτική αξιολόγηση! Ο βασικός λόγος των αναβαθμίσεων μας φυσικά, είναι οι τράπεζες – οι οποίες έχουν τεράστια κέρδη από τη ληστεία των Ελλήνων και από τη σιωπηλή λεηλασία των σπιτιών τους (=κανένας δεν διαμαρτύρεται) μέσω των πλειστηριασμών, με συνθήκες που δεν υπάρχουν ούτε καν σε υποανάπτυκτες χώρες.
Ως έξυπνος λαός βέβαια, αφού τις διασώσαμε με κόστος για όλους μας πάνω από 90 δις € (=ανακεφαλαιοποίηση περί τα 50 δις €, hive down, αναβαλλόμενοι φόροι 20 δις €, σχέδια Ηρακλής περί τα 23 δις €), τις διατηρούσαμε κρατικές όσο είχαν ζημίες – ενώ λίγο πριν αρχίσουν να κερδίζουν τεράστια ποσά (πάνω από 11 δις € αφορολόγητα τα τελευταία τρία χρόνια), τις ιδιωτικοποιήσαμε!
Τις ξεπουλήσαμε καλύτερα σε μεγάλο βαθμό και σε εξευτελιστικές τιμές – ενώ τα μερίσματα που ξεκίνησαν να δίνουν, τα εισπράττουν κυρίως οι ξένοι, με αποτέλεσμα να οδηγούνται τα χρήματα μας στο εξωτερικό (όπως άλλωστε και των πλειστηριασμών). Ως εκ τούτου είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι, η Moody’s πιθανότατα θα μας αναβαθμίσει με κριτήριο την «εξυπνάδα» μας – ενώ αυτές οι αναβαθμίσεις θα συνεχιστούν, έως ότου αλλάξει εντελώς το ιδιοκτησιακό καθεστώς της χώρας μας (=ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, λεηλασία της ιδιωτικής από ξένα funds με έδρα φορολογικούς παραδείσους).
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Post Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια