Ο κατήφορος της Ελλάδας
Η δαμόκλειος σπάθη του χρέους, Το ωρομίσθιο της ντροπής, Ο δημογραφικός εφιάλτης, Η συνταγή της ντροπής, Η μάστιγα της «ακρίβειας Χατζηδάκη», Το γράφημα της ντροπής, Το τριπλό ελληνικό παράδοξο, Η παγίδα του τουρισμού, Ελλάδα ώρα μηδέν
.
Ο κατήφορος της Ελλάδας
Η δαμόκλειος σπάθη του χρέους
Αναφερόμαστε πάντοτε στο χρέος της κεντρικής διοίκησης – στα χρήματα δηλαδή που πραγματικά χρωστάει το ελληνικό κράτος στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το χρέος αυτό, από 356,014 δις € στα τέλη του 2019 έφρασε στα 406,532 δις € στα τέλη του 2023 – οπότε αυξήθηκε κατά 50,508 δις € σε τέσσερα χρόνια.
Το 2019 το ΑΕΠ μας (σε σταθερές τιμές 2015, δηλαδή χωρίς τον πληθωρισμό), ήταν 183,777 δις € στα τέλη του 2019 και έφτασε στα 194,494 δις € στα τέλη του 2023 – άρα αυξήθηκε κατά 10,717 δις € (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ). Δηλαδή μπήκαν 50,508 δις € δανεικά στην οικονομία μας και αύξησαν το ΑΕΠ κατά 10,717 δις € – επομένως, για κάθε 1 € δανεικά πετύχαμε 0,21 € περίπου πραγματική ανάπτυξη.
Είναι ορθολογικό; Ποιος επιχειρηματίας θα έβαζε δανεικά 100.000 € στην επιχείρηση του, για να αυξήσει τον ετήσιο τζίρο του κατά 21.000 €; Εάν το έκανε, ποιος θα τον εμπιστευόταν;
Το ωρομίσθιο της ντροπής
Η μελέτη του ΚΕΠΕ έχει σχέση με το ωρομίσθιο των Ελλήνων σε όρους αγοραστικής δύναμης – τεκμηριώνοντας πως είμαστε πια τελευταίοι στην ΕΕ (κόκκινη καμπύλη), πίσω ακόμη και από τη Βουλγαρία. Ακόμη χειρότερα, αποδεικνύει πως συμβαίνει ήδη από το 2021 – οπότε ότι, η κατάσταση αυτή έχει δυστυχώς παγιωθεί, αποτελεί δομικό πρόβλημα και η τάση είναι προς τα κάτω.
Με απλά λόγια, αποδεικνύει πως οι Έλληνες πρέπει να εργάζονται πολύ περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους για να επιβιώσουν – για παράδειγμα, 25 ημέρες περισσότερο ετήσια από τους Πορτογάλους. Ο κάθε εργαζόμενος πάντως στον ιδιωτικό τομέα μπορεί να το επιβεβαιώσει εμπειρικά – ενώ εάν εδώ προσθέσουμε τις υπόλοιπες συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα, η εικόνα θα σκοτεινιάσει ακόμη πιο πολύ.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Προφανώς λόγω της πολύ χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας – σημειώνοντας ότι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2021, ο κάθε απασχολούμενος στην Ελλάδα παρήγαγε αξία 23.000 € ετησίως, έναντι 60.200 € στην ΕΕ, οπότε ευρισκόταν στο 38,3% του μέσου όρου! Κατά κάποιον τρόπο λοιπόν, για να καλυφθεί η απόσταση θα έπρεπε να εργάζεται 2,6 φορές περισσότερο, από το μέσο Ευρωπαίο – η ο μισθός του να είναι 2,6 φορές χαμηλότερος!
Γιατί η παραγωγικότητα της εργασίας είναι τόσο χαμηλή στην Ελλάδα; (α) Επειδή στις υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός, αυξάνεται πολύ λιγότερο σε σχέση με την παραγωγή και (β) Λόγω του ότι δεν διενεργούνται επενδύσεις.
Στο πρώτο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές – θεωρώντας πως η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού θα καταστρέψει τελικά ότι έχει απομείνει στην Ελλάδα. Με ένα απλοϊκό παράδειγμα όσον αφορά το δεύτερο, όταν ο Έλληνας γεωργός που εργάζεται για έναν κτηματία δεν έχει τρακτέρ για να οργώσει το χωράφι, τότε θα πρέπει να εργάζεται πολύ περισσότερες ώρες για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τον ξένο γεωργό που έχει τρακτέρ.
Σε σχέση με τον Έλληνα κτηματία, ασφαλώς δεν μπορεί να πληρώσει περισσότερο το γεωργό του, αφού δεν έχει τρακτέρ στη διάθεση του – ενώ εάν το έκανε θα χρεοκοπούσε, αφού θα ήταν μη ανταγωνιστικός (με την έννοια πως θα έπρεπε να πουλήσει ακριβότερα τα προϊόντα του από τους ανταγωνιστές του, λόγω του υψηλότερου κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος).
Το πρόβλημα λοιπόν των χαμηλών ωρομισθίων έχει άμεση σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας που με τη σειρά της εξαρτάται από τις επενδύσεις – οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα, οπότε την ανταγωνιστικότητα.
Σοβαρές επενδύσεις όμως στην εγχώρια παραγωγή δεν γίνονται στην Ελλάδα – επειδή οι Πολίτες δεν εμπιστεύονται την Πολιτεία, η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί σωστά, ούτε βέβαια το δημόσιο, η υπερφορολόγηση είναι τρομακτική, βιώσιμες πιστώσεις από τις τράπεζες δεν παρέχονται, το κράτος επιδοτεί μόνο τον τουρισμό και τις ανεμογεννήτριες/φωτοβολταϊκά (οι φορολογούμενοι επίσης μέσω των λογαριασμών ρεύματος) κοκ.
Απέναντι σε αυτήν τη μελέτη του ΚΕΠΕ τώρα, ο Κ. Χατζηδάκης πρόβαλλε χωρίς ίχνος ντροπής το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων – έναν πίνακα που στην ουσία εμπεριέχει όλα τα εισοδήματα των εργαζομένων από όλες τις πηγές και όχι μόνο τους μισθούς (επιδόματα κλπ.). Γιατί το έκανε; Προφανώς για να παραπλανήσει τους Έλληνες – κάτι που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού όταν μία κυβέρνηση ωραιοποιεί τα γεγονότα για λόγους χειραγώγησης των ψηφοφόρων, δεν πρόκειται ποτέ να τα λύσει.
Σε κάθε περίπτωση, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας – έως ότου οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν πια να ανταπεξέλθουν με τους συνεχώς χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού), καθώς επίσης με τις όλο και πιο πολλές ώρες εργασίας (ήδη οι Έλληνες εγκαταλείπουν μαζικά τη χώρα), οπότε η οικονομία μας θα καταρρεύσει.
Ο δημογραφικός εφιάλτης
«Ολόκληρος ο παιδικός πληθυσμός (προσχολικός και σχολικός), δηλαδή της ομάδας ηλικιών 0-14, παρουσιάζει εφιαλτική κατάρρευση – αφού μειώθηκε κατά 1.608.118 παιδάκια ή κατά 53,2% σε 60 χρόνια. Από 3.025.100 ή 36% του συνολικού πληθυσμού στο 1.416.982 – ή μόνο στο 13,5% του συνολικού πληθυσμού. Την ίδια περίοδο τα νεογνά μειώθηκαν κατά 60%, ο προσχολικός πληθυσμός κατά 47,9%, ο σχολικός κατά 30,8% και ο γεροντικός αυξήθηκε κατά 246,6%» (ot)!
Το δημογραφικό μας πρόβλημα είναι τρομακτικό – ενώ δεν ασχολείται κανείς. Εάν στα παραπάνω προσθέσουμε τη μετανάστευση 1.080.00 Ελλήνων από το 2010 έως το 2022 και 159.000 επί πλέον το 2023, θα συνειδητοποιήσουμε πως η Ελλάδα οδηγείται στον αφανισμό του γηγενούς πληθυσμού της – με οδυνηρά αποτελέσματα για το μέλλον της.
Η συνταγή της ντροπής
Απλά πράγματα: όταν υπάρχει τεχνητή έλλειψη ενός φαρμάκου, τότε η κυβέρνηση λύνει το πρόβλημα, επιτρέποντας την αύξηση της τιμής του! Δηλαδή, αυτό που κατά κάποιον τρόπο λέγεται πως συνέβαινε στην περίπτωση του «Novartis Gate» ανεπίσημα, τώρα γίνεται επίσημα.
Ωραίο δίδαγμα/προτροπή/μήνυμα του συμπαθέστατου υπουργού προς τα καρτέλ και στα Ολιγοπώλια: «Δημιουργείστε τεχνητή έλλειψη των προϊόντων ή των υπηρεσιών που προσφέρετε και μετά αυξήστε τις τιμές τους – με τις δικές μας ευχές»! Η είδηση παρακάτω – σημειώνοντας πως δεν είναι καθόλου τυχαία, ούτε οφείλεται σε εξωτερικά γεγονότα η κατάρρευση των πραγματικών μισθών (=σε αγοραστική αξία) των Ελλήνων.
«Το πρόβλημα της έλλειψης πολλών φαρμάκων που ταλαιπωρεί εδώ και καιρό ασθενείς στην Ελλάδα, ανακοίνωσε ότι έλυσε εχθές ο υπουργός Υγείας. Πώς το έλυσε; Απλούστατα, αντιγράφοντας τη συνταγή Χατζηδάκη – δηλαδή, αυξάνοντας τις τιμές τους, όπως ο Κ. Χατζηδάκης έλυσε το πρόβλημα της ΔΕΗ, αυξάνοντας τις τιμές του ηλεκτρικού.
Οι αυξήσεις που ισχύουν από χθες για περισσότερα από 800 φάρμακα υπολογίζεται ότι θα επιβαρύνουν τους ασθενείς με περίπου 30 εκ. € επιπλέον στο κόστος συμμετοχής τους – ενώ για τον ΕΟΠΥΥ η δαπάνη θα αυξηθεί κατά 60 εκ. €! Υπάρχει δερματολογικό αντιβιοτικό που, από 0,96 € αυξήθηκε στα 5,26 €, φάρμακο για το νευρικό σύστημα που, από 2,7 € εκτοξεύθηκε στα 12,35 €. ογκολογικό φάρμακο που από 8,11 € κοστίζει πλέον 22,88 € κοκ. Η μέση αύξηση των τιμών των φαρμάκων είναι στο 35% – αν και σε 100 φάρμακα η αύξηση είναι στο 100%, ενώ υπάρχει φάρμακο που αυξήθηκε 448%».
Η μάστιγα της «ακρίβειας Χατζηδάκη»
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Ελλήνων σήμερα είναι η ακρίβεια – όχι όμως της Ελλάδας, όσον αφορά τουλάχιστον την κυβέρνηση της. Γιατί αυτή η διαφοροποίηση; Απλούστατα, επειδή η άνοδος των τιμών (α) αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, μειώνοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού και (β) μειώνει το δείκτη χρέους, ως προς το πληθωριστικό ΑΕΠ.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν πως μόνο για αυτούς τους δύο δείκτες υπερηφανεύεται ο Κ. Χατζηδάκης, ο εκκαθαριστής της Ελλάδας, ο οποίος ασφαλώς δεν ενδιαφέρεται για τους Πολίτες – αφού όλοι οι άλλοι οικονομικοί δείκτες είναι στο βαθύ κόκκινο.
Για τους Έλληνες τώρα η ακρίβεια, σαφώς πολύ υψηλότερη από τις στατιστικές (ΔΤΚ) για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, είναι κυριολεκτικά θανατηφόρα – ενώ φαίνεται καθαρά από το κατά κεφαλήν εισόδημα τους, σε όρους αγοραστικής αξίας.
Ειδικότερα, μετά το ισχυριζόμενο τέλος των μνημονίων* και παρά τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης έκτοτε (με εξαίρεση την τεράστια ύφεση του 2020), η Ελλάδα έχει καταφέρει να καλύψει μόλις μία μονάδα απόστασης από το μέσον όρο της ΕΕ: από το 66% το 2018 στο 67% το 2023. Αντίθετα, η Βουλγαρία κάλυψε δεκατρείς μονάδες, από το 51% στο 64% – οπότε σύντομα θα μας ξεπεράσει, όπως το 2019 μας ξεπέρασε η Κροατία.
Γιατί συνέβη αυτό, το οποίο έχει τεκμηριωθεί ακόμη και από γράφημα των Financial Times; Προφανώς λόγω της ακρίβειας. Για να γίνει κατανοητό, όταν το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (=ΑΕΠ/πληθυσμό) δεν αυξάνεται σε όρους αγοραστικής δύναμης, παρά το ότι αναπτύσσεται μία οικονομία, μπορεί να οφείλεται μόνο σε δύο λόγους: είτε (α) στην αύξηση του πληθυσμού, αφού τότε το ΑΕΠ διαιρείται με περισσότερους (όταν μειώνεται ο πληθυσμός αυξάνεται το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αφού διαιρείται με λιγότερους), είτε (β) στην άνοδο των τιμών που μειώνει τα εισοδήματα σε όρους αγοραστικής αξίας.
Σύμφωνα όμως με τη Eurostat, από το 2018 έως το 2023 ο πληθυσμός της χώρας μας έχει μειωθεί κατά 3%** – ενώ ο πληθυσμός της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 0,6%. Ως εκ τούτου, η αδυναμία ανόδου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, δεν μπορεί να οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού.
Όσον αφορά τώρα το δείκτη τιμών της τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, από τον οποίο υπολογίζονται οι μονάδες αγοραστικής δύναμης, ξανά κατά τη Eurostat ήταν στο 86,8% του μέσου όρου της ΕΕ το 2018, ενώ αυξήθηκε στο 88,2% το 2023 – οπότε η ακρίβεια της Ελλάδας ήταν υψηλότερη από το μέσον όρο της ΕΕ (κάτι που συνεχίζεται το 2024).
Επομένως, η αύξηση των τιμών (λόγω της υπερφορολόγησης, της ενεργειακής ληστείας, της πράσινης μετάβασης που επιδοτούμε όλοι εμείς με τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού, της αισχροκέρδειας των καρτέλ κοκ.), είναι αυτή που μειώνει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε όρους αγοραστικής αξίας – που δεν επιτρέπει δηλαδή στην άνοδο του ΑΕΠ να μεταφραστεί σε αύξηση του βιοτικού επιπέδου των Πολιτών, με κριτήριο αυτήν τη μέτρηση.
Έτσι κατάντησε λοιπόν η πάμπλουτη Ελλάδα να συγκλίνει με την πάμπτωχη Βουλγαρία αντί με την ΕΕ, ευρισκόμενη στην προτελευταία θέση – σύντομα δε στην τελευταία, εάν δεν αλλάξει άμεσα η οικονομική πολιτική της χώρας μας.
Επίσης, εάν δεν σταματήσει η «ωραιοποίηση» του καταντήματος μας από τον Κ. Χατζηδάκη και την κυβέρνηση του – με τα περί διαθεσίμου εισοδήματος και με όλες τις άλλες ανοησίες. Άλλωστε, εάν δεν βλέπει κανείς τα πράγματα ψυχρά όπως είναι και εθελοτυφλεί, δεν πρόκειται να τα βελτιώσει ποτέ – αντίθετα, θα επιδεινώνονται συνεχώς.
* Σημείωση 1: Στην ουσία συνεχίζονται τα μνημόνια, όπως διαπιστώνεται από το ξεπούλημα, από τους φορολογικούς συντελεστές που παραμένουν ως είχαν, από τους πραγματικούς μισθούς ή συντάξεις κοκ. – ενώ θα τελειώσουν το ενωρίτερο το 2060, υπό την προϋπόθεση ότι θα ξεπληρωθεί το 75% των δανείων των ευρωπαίων θεσμικών πιστωτών.
** Σημείωση 2: Κατά άλλες πηγές πολύ περισσότερο.
Το γράφημα της ντροπής
«Δεκαπλασιασμός του πρωτογενούς ελλείμματος των δήμων (=χωρίς τους τόκους), εξαφάνιση του πλεονάσματος των ασφαλιστικών ταμείων, αύξηση της κρατικής δαπάνης για την πληρωμή τόκων, διόγκωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς επίσης νέο ρεκόρ ανόδου του ονομαστικού χρέους του κράτους – ενώ από την άλλη, έκρηξη των φορολογικών εσόδων που για πρώτη φορά υπερβαίνουν τα 60 δις € και αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών».
Υπενθυμίζουμε πως τα παραπάνω είναι τα τραγικά αποτελέσματα της εκτέλεσης του προϋπολογισμού του 2023 – ενώ τα αντίστοιχα του 2024 θα τα δούμε όταν τελειώσει ο χρόνος και όχι με βάση αυτά που λέγονται ή δημοσιεύονται σήμερα.
Εν προκειμένω το ονομαστικό δημόσιο χρέος μας, αυτό δηλαδή που πραγματικά χρωστάει το κράτος μας στους δανειστές του, εκτοξεύθηκε στα 406,5 δις € (χωρίς το κρυφό χρέος των 28 δις κρατικών εγγυήσεων και των παγωμένων τόκων ύψους 25 δις του EFSF).
Για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία λοιπόν ξεπέρασε τα 406 δις €, αυξημένο πάνω από 6 δις € σε σχέση με το 2022 – σημειώνοντας πως η Ελλάδα χρεοκόπησε με χρέος 299 δις €. Εύλογα αναρωτιέται εδώ κανείς πώς είναι δυνατόν να αυξάνεται το δημόσιο χρέος, όταν το κράτος μας ξεπουλάει ότι έχει και δεν έχει – ενώ την ίδια στιγμή, λόγω της υπερφορολόγησης των Ελλήνων με τη βοήθεια του πληθωρισμού, αυξάνονται τόσο πολύ τα φορολογικά του έσοδα.
Δύσκολη η απάντηση! Πάντως, όσον αφορά τα φορολογικά υπερέσοδα, πρόκειται για κάτι που ασφαλώς δεν γίνεται να συνεχισθεί – αφού η φοροδοτική ικανότητα των Πολιτών έχει κάποια όρια. Πόσο μάλλον όταν ληστεύονται επί πλέον από τις τράπεζες και από τα υπόλοιπα καρτέλ – ενώ χάνουν ταυτόχρονα τα σπίτια τους και ο πληθωρισμός εξαϋλώνει τους μισθούς, τις συντάξεις, καθώς επίσης τις καταθέσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση, το ονομαστικό μας δημόσιο χρέος το 2019, αυτό που είναι συγκρίσιμο με τα προηγούμενα χρόνια (στα δελτία του δημοσίου χρέους του υπουργείου οικονομικών εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 2023 το χρέος της γενικής κυβέρνησης), διαμορφώθηκε τελικά στα 356 δις €, από 350 δις € που προϋπολογιζόταν – ενώ στο τέλος του 2023 έφτασε στα 406,5 δις €, έχοντας αυξηθεί έκτοτε κατά 50,5 δις €, παρά το ξεπούλημα, την υπερφορολόγηση κλπ.
Το συνολικό ιδιωτικό μας χρέος το 2019 ήταν στα 333 δις € (κόκκινο 233 δις), ενώ στα τέλη Ιουνίου του 2023 εκτοξεύθηκε στα 387 δις € (κόκκινο 236 δις) – οπότε αυξήθηκε κατά 54 δις €, παρά τις διαγραφές κόκκινων δανείων, τους πλειστηριασμούς κλπ.
Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος λοιπόν μαζί έχουν φτάσει στα 793,5 δις €, έχοντας αυξηθεί κατά 104,5 δις €, συγκριτικά με το 2019 – χρεωθήκαμε δηλαδή με 104,5 δις € μέσα σε μόλις 4 χρόνια!
Μπορεί αλήθεια να ισχυρισθεί κανείς πως η οικονομία μας είναι σε καλό δρόμο; Είναι δυνατόν να αυξάνονται συνεχώς τα χρέη μας, χωρίς συνέπειες; Φυσικά θα απαντήσει κανείς πως αυτό που μετράει είναι το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης σε σχέση με το ΑΕΠ – το οποίο πράγματι μειώθηκε, αλλά σε πολύ μεγάλο βαθμό επειδή εκτοξεύθηκε το ονομαστικό μας ΑΕΠ από τον πληθωρισμό.
Δεν συμφωνούμε πάντως με την αφαίρεση εδώ των ταμειακών διαθεσίμων των οργανισμών του δημοσίου που κατατίθενται υποχρεωτικά από τα μνημόνια στην ΤτΕ, όπως των ασφαλιστικών ταμείων, θεωρώντας το επικίνδυνο τέχνασμα – αφού πρόκειται για χρήματα που πρέπει να πληρωθούν από το κράτος στους οργανισμούς.
Το μεγάλο ερώτημα βέβαια είναι τι θα συμβεί όταν υποχωρήσει ο πληθωρισμός και προκύψει επί πλέον ύφεση, ή όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση, όπως είναι αναμενόμενο κάποια στιγμή; Απλούστατα το εξής γνωστό: «Μόνο όταν τελειώσει η παλίρροια, ανακαλύπτεις ποιος κολυμπάει γυμνός». Με απλά λόγια, τότε θα καταλάβουμε πού βρίσκεται η Ελλάδα – ενώ το σίγουρο είναι πως είμαστε η μοναδική χώρα που έχει χαμηλότερο ΑΕΠ από το 2010 (γράφημα), παρά το ότι αυξήθηκε από τον πληθωρισμό της τάξης του 20% έκτοτε.
Το τριπλό ελληνικό παράδοξο
Έχουμε τη δεύτερη υψηλότερη ανεργία στην ΕΕ, τους χαμηλότερους μισθούς σε όρους αγοραστικής αξίας ανά κοινή δεδουλευμένη ώρα εργασίας (τελευταίοι!) και έναν μεγάλο αριθμό κενών θέσεων – μεγέθη που στην ουσία είναι μη συμβατά μεταξύ τους.
Δηλαδή, όταν υπάρχουν τόσες κενές θέσεις εργασίας, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα υψηλή η ανεργία και χαμηλοί οι μισθοί – αφού θα έπρεπε να αυξάνονται οι μισθοί, λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης για εργασία, να μειώνεται η ανεργία και να αναπληρώνονται οι κενές θέσεις εργασίας.
Πού οφείλεται λοιπόν αυτή η παράδοξη διαστρέβλωση; Εν πρώτοις, είναι εύλογη η άνοδος των κενών θέσεων εργασίας, αφού από το 2010 έως το 2022 έχουν μεταναστεύσει 1.080.000 Πολίτες σε ηλικία εργασίας – ενώ το 2023 προστέθηκαν ακόμη 159.000 (καθαρή μετανάστευση). Ουσιαστικά έτσι μειώθηκε η ανεργία των μνημονίων – όπως τη δεκαετία μετά τον πόλεμο, με τη μαζική μετανάστευση κυρίως στη Γερμανία.
Όσον αφορά τη σημερινή ανεργία, ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται στις δυσκολίες κινητικότητας των εργαζομένων – εξαιτίας του υψηλού κόστους ζωής και ειδικά των ενοικίων, σε συνδυασμό με τους χαμηλούς μισθούς (οι πολύ άσχημες συνθήκες εργασίας και η εποχικότητα της, όπως στον τουρισμό και στη γεωργία, επιδεινώνουν τα παραπάνω).
Με απλά λόγια, δεν μπορεί κάποιος από μία περιοχή που δεν υπάρχει ζήτηση εργασίας να μετακινηθεί σε κάποια άλλη που υπάρχει, όπως στα νησιά το καλοκαίρι – λόγω των υψηλών ενοικίων/κόστους διαβίωσης, σε συνδυασμό με την εποχικότητα και τους χαμηλούς μισθούς.
Τέλος, σε σχέση με τους χαμηλούς μισθούς, δεν μπορούν να αυξηθούν, επειδή η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας είναι από τις χαμηλότερες, εάν όχι η χαμηλότερη στην ΕΕ – χωρίς παρ’ όλα αυτά να είμαστε ανταγωνιστικοί, όπως φαίνεται από τα δίδυμα ελλείμματα των ισοζυγίων μας, παρόμοια με την εποχή 2006/2010.
Γιατί δεν αυξάνεται η παραγωγικότητα; Επειδή δεν διενεργούνται επαρκείς επενδύσεις – κυρίως εξαιτίας της αστάθειας και μη ανταγωνιστικότητας του φορολογικού μας συστήματος, του δύσκολου και ακριβού τραπεζικού δανεισμού, της γραφειοκρατίας του δημοσίου, καθώς επίσης της μη ορθολογικής λειτουργίας της Δικαιοσύνης.
Παρεμπιπτόντως εδώ, πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, όταν περιορίζεται ο τζίρος τους, δεν μειώνουν τις τιμές για να τον ανακτήσουν, αλλά αυξάνουν τις τιμές για να μη μειωθούν τα κέρδη τους – γεγονός που αποτελεί άλλο ένα ελληνικό παράδοξο.
Από την άλλη πλευρά, η παραπάνω ιδιαιτερότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, η υπερφορολόγηση, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, το μεγάλο κόστος δανεισμού, η αισχροκέρδεια των καρτέλ, τα ολιγοπώλια κοκ., δεν επιτρέπουν τη μείωση του πληθωρισμού και την άνοδο των πραγματικών μισθών – δηλαδή της αγοραστικής αξίας τους, αφού οι ονομαστικοί δεν αυξάνονται.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Ελλάδα είναι παγιδευμένη σε έναν φαύλο κύκλο – ενώ ο μοναδικός θετικός οικονομικός δείκτης της παραμένει ο ρυθμός ανάπτυξης που είναι (βραχυπρόθεσμα) υψηλότερος από το μέσον όρο της ΕΕ. Γιατί;
(α) Λόγω του ότι η κυβέρνηση σπατάλησε 50 δις € που δανείσθηκε με την ευκαιρία της πανδημίας, για να στηρίξει τα λανθασμένα lockdowns – οπότε στην ουσία στήριξε το ΑΕΠ μέσω της κατανάλωσης με δανεικά, όπως συνέβαινε πριν το 2009. (β) Επειδή δεν έχει βιομηχανία – οπότε δεν επηρεάσθηκε τόσο από την ενεργειακή κρίση. (γ) Εξαιτίας του περιορισμού της παραοικονομίας – όπου εμφανίζονται στο ΑΕΠ έσοδα που υπήρχαν μεν, αλλά αποκρύβονταν ή επιβάλλονται (νέα τεκμήρια) και (δ) Λόγω της εισροής περισσότερων χρημάτων από το Ταμείο Ανασυγκρότησης της ΕΕ – το οποίο αρκετές άλλες χώρες δεν επιλέγουν, ειδικά το δανειακό του μέρος (όπου το κράτος εγγυάται τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις με μεγάλο ρίσκο!), επειδή είναι συνδεδεμένο με «ορόσημα», όπως αποκαλούνται σήμερα τα γνωστά προαπαιτούμενα των μνημονίων.
Η λύση είναι προφανώς μία οικονομική πολιτική που θα επιλύει τα παραπάνω προβλήματα, σε συνδυασμό με την αλλαγή του χρεοκοπημένου οικονομικού και τουριστικού μας μοντέλου – όπως έχουμε αναλύσει με λεπτομέρειες πολλές φορές.
Η παγίδα του τουρισμού
Η μέση δαπάνη ανά τουρίστα το πρώτο εξάμηνο, μειώθηκε στα 570 € – από 588 € το 2023 και 607 € το 2022. Επομένως, η μείωση είναι της τάξης του 6% το 2024 σε σχέση με το 2022, όταν ο πληθωρισμός έχει αυξηθεί κατά 20% περίπου σε σχέση με το 2021 (από τις 98,52 μονάδες στο 117,38) – οπότε η πραγματική μείωση της μέσης τουριστικής δαπάνης είναι πάνω από 26%.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές των ξενοδοχείων εφέτος έχουν αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 10% σε σχέση με πέρυσι – γεγονός που σημαίνει πως η τεράστια πτώση της μέσης δαπάνης, έχει επιβαρύνει κυρίως τους υπόλοιπους κλάδους, όπως την εστίαση.
Ταυτόχρονα, έχουμε μεν περισσότερες αφίξεις, αλλά λιγότερο χρόνο διαμονής – οπότε τα τουριστικά μας έσοδα είναι χαμηλότερα των αφίξεων. Παράλληλα, κλιμακώνεται η επιβάρυνση των υποδομών μας – όπως των νοσοκομείων και γενικότερα του ΕΣΥ που στα νησιά καταρρέουν, αφού δεν είναι επαρκώς στελεχωμένα και υποχρεωμένα να εξυπηρετούν πολλαπλάσιους ασθενείς το καλοκαίρι, λόγω των τουριστών.
Εκτός αυτού, με την εγχώρια παραγωγή να περιορίζεται συνεχώς, ο τουρισμός αυξάνει τις εισαγωγές – οπότε διευρύνεται το εμπορικό μας έλλειμμα που δεν καλύπτεται από τα τουριστικά έσοδα. Επομένως αυξάνεται και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας – άρα το εξωτερικό μας χρέος. Ακόμη χειρότερα, ο τουρισμός μας επικεντρώνεται κυρίως στον Ιούλιο και τον Αύγουστο – όταν στις άλλες χώρες, όπως στην Πορτογαλία, μοιράζεται πιο ισορροπημένα σε ολόκληρο το έτος.
Με σχεδόν διπλάσιες δε αφίξεις η Ελλάδα, είχε πολύ χαμηλότερα έσοδα – αφού τα έσοδα της Πορτογαλίας ήταν 25 δις € το 2023 με αφίξεις 18 εκ., όταν τα έσοδα της Ελλάδας ήταν 20,5 εκ. € με αφίξεις περί τα 33 εκ.!.
Σε ποια χώρα επιβαρύνονται αλήθεια περισσότερο οι υποδομές, για να μην αναφερθούμε στην ανεξέλεγκτη έκρηξη του AirBnb που καθιστά απλησίαστα τα ενοίκια για τους Έλληνες; Είναι δυνατόν λοιπόν να στηρίζεται ολόκληρη η οικονομία μας στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού;
Να κατευθύνεται το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών επιδοτήσεων και της στήριξης σε αυτόν τον κλάδο (στον οποίο απασχολείται παραδόξως διπλάσιο εργατικό δυναμικό, από τις άλλες τουριστικές χώρες του ευρωπαϊκού νότου), εις βάρος όλων των άλλων; Δεν είναι απογοητευτική η σύγκριση μας στον τουρισμό με την Πορτογαλία; Δεν έχουμε παγιδευτεί, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουμε όταν ξεσπάσει η επόμενη παγκόσμια κρίση;
Ελλάδα ώρα μηδέν
«Μεγαλύτερη από την εκροή πλούτου προς τις κοινωνίες και οικονομίες της ΕΕ και των ΗΠΑ κυρίως, αποδεικνύεται η εκ των πραγμάτων εξορία (brain drain) του σπουδαιότερου κεφαλαίου της χώρας μας: των ανθρώπων της που δυστυχώς αποτελούν το πρώτο «εξαγωγικό προϊόν» της Ελλάδας.
Πρόκειται για μια αιμορραγία, την τεράστια αξία της οποίας καρπώνονται οι πιστωτές – χωρίς βέβαια να μειώνεται το χρέος, καθιστώντας την Ελλάδα φτωχότερη και διαιωνίζοντας συγχρόνως το καθεστώς της μετριότητάς της.
Από την άλλη πλευρά η παρασιτική, σε κάποιο βαθμό κοινωνιοπαθής οικονομικοπολιτική ελίτ, εξακολουθεί να λυμαίνεται τα δανεικά και τα όποια άλλα κεφάλαια εισέρχονται στη χώρα – πλουτίζοντας χωρίς να δημιουργεί κοινωνικό πλούτο» (SLP). Η φυγή από την Ελλάδα 1.080.000 Πολιτών από το 2010 έως το 2022, του 10% του πληθυσμού της (εκροή ΑΕΠ περί τα 50 δις €) και 159.000 το 2023 (γράφημα), είναι ίσως το πιο επώδυνο αποτέλεσμα της κυλιόμενης χρεοκοπίας – στην οποία καταδίκασε τους Έλληνες η εγχώρια οικονομικοπολιτική ελίτ για να μη χάσει τα προνόμια της, προφανώς αδιαφορώντας εντελώς για όλους τους υπόλοιπους.
Εν προκειμένω, ακούγονται μεγάλα λόγια σχετικά με μέτρα που θα διευκόλυναν την επιστροφή (brain gain) αυτών που έφυγαν για να επιβιώσουν – ενώ για λόγους χειραγώγησης και καθησυχασμού του «όχλου», βλέπουν το φως της δημοσιότητας αναφορές περί δήθεν επιστροφής ενός μεγάλου αριθμού τους.
Δεν υπάρχει όμως τίποτα ψευδέστερο, αφού δεν έχουν δημιουργηθεί ποιοτικές, ανάλογες των προσόντων των οικονομικών μεταναστών μας, θέσεις εργασίας – ενώ αυτές που δεν καλύπτονται, είναι με εξευτελιστικούς μισθούς και τριτοκοσμικές συνθήκες εργασίας. Λογικά δε οι κρίσιμες υποδομές της χώρας μας, όπως το ΕΣΥ, καταρρέουν – με πολύ οδυνηρά μελλοντικά αποτελέσματα για τον τουρισμό μας και όχι μόνο.
Ότι και να λέγεται, μία χώρα με 185% χρέος ως προς το ΑΕΠ της (407 δις € χωρίς τα κρυφά χρέη, έναντι πληθωριστικού ΑΕΠ 220 δις €), καθώς επίσης με συνεχώς μειούμενη παραγωγικότητα της εργασίας λόγω έλλειψης επενδύσεων, δεν είναι σε θέση να αυξήσει βιώσιμα τις αμοιβές των εργαζομένων της – ούτε να προσελκύσει επενδύσεις.
Πόσο μάλλον όταν το κόκκινο ιδιωτικό της χρέος είναι στη στρατόσφαιρα – ενώ τα δίδυμα ελλείμματα της (εμπορικό, τρεχουσών συναλλαγών) έχουν φτάσει ξανά στα επίπεδα της εποχής 2006/2010.
Επομένως, αργά ή γρήγορα είναι καταδικασμένη στην επόμενη χρεοκοπία – σημειώνοντας πως σήμερα επιβιώνει, επειδή ο δανεισμός της είναι φθηνός και από θεσμικούς πιστωτές, ενώ το δάνειο των 96 δις € του EFSF έχει μετατεθεί για μετά το 2033, μαζί με τους «παγωμένους» τόκους των 25 δις €.
Με ανταλλάγματα φυσικά – κάποια από τα οποία δεν μας είναι γνωστά. Η επόμενη χρεοκοπία βέβαια θα είναι πολύ πιο επώδυνη – αφού θα έχει πλέον ξεπουληθεί ο δημόσιος και ιδιωτικός πλούτος της χώρας, ενώ οι Πολίτες που θα απομείνουν θα έχουν εξαθλιωθεί εντελώς, στη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Σε σχέση τώρα με τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους αυτό που ενδιαφέρει είναι ο ρυθμός ανάπτυξης και αυτό που μετράει είναι το δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ, θα ήταν ίσως σωστά (α) εάν δεν αφαιρούνταν τα αποθεματικά των ταμείων από το χρέος, όπως στο παρελθόν και (β) εάν το ΑΕΠ μας δεν στηριζόταν στην κατανάλωση, στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, καθώς επίσης στα ακίνητα, αλλά στις επενδύσεις και στην εγχώρια παραγωγή (πρωτογενής, μεταποίηση, βιομηχανία).
Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνει, ούτε υπάρχει σχέδιο/όραμα για κάτι τέτοιο – οπότε οι προοπτικές της οικονομίας μας είναι καταθλιπτικές, όσο αισιόδοξος και αν είναι κανείς. Το γεγονός αυτό όμως σίγουρα το γνωρίζουν οι μετανάστες μας – οπότε δεν πρόκειται ποτέ να επιστρέψουν, όσο και αν το θέλουν. Υπάρχουν λύσεις; Ασφαλώς, αλλά όχι όσο λυμαίνεται τη χώρα με αυτόν τον τρόπο η οικονομικοπολιτική και παρασιτική της ελίτ – η οικονομική (που στηρίζεται από την πολιτική) με την αισχροκέρδεια, με τα καρτέλ, με την «υφαρπαγή» των αναπτυξιακών προγραμμάτων της ΕΕ κοκ. Χρόνος βέβαια δεν υπάρχει – αφού η Ελλάδα ευρίσκεται πια στο σημείο μηδέν!
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια