Το καπιταλιστικό όνειρο και ο εφιάλτης
Τα επίπεδα βίας που βλέπουμε στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, αποτελούν το σημάδι μίας πραγματικά απελπισμένης διατήρησης ενός συστήματος, η λογική του οποίου έχει πια εκλείψει – όπου στην ουσία αμύνεται επιθετικά απέναντι στις χώρες των BRICS που θεωρούν πως υπάρχει εναλλακτική. Μικρά κείμενα: Η εξέλιξη του δημοσίου χρέους στη μεταπολίτευση, Αποτυχημένο κράτος, Το έγκλημα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού, Η μαγεία των απόλυτων αριθμών.
Το καπιταλιστικό όνειρο και ο εφιάλτης
Ανάλυση
Το σημαντικότερο στοιχείο ενός κοινωνικού συμβολαίου, είναι η κάθε επόμενη γενιά να ζει καλύτερα από την προηγούμενη – κάτι απόλυτα εφικτό, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας (εξαρτάται από τις επενδύσεις, την καινοτομία κλπ.). Στο παράδειγμα των ΗΠΑ που στην ουσία ισχύει για ολόκληρη τη Δύση, έως περίπου τη δεκαετία του 1970 η παραγωγικότητα αυξανόταν αργά αλλά σταθερά – ενώ οι μισθοί το ίδιο, περισσότερο ή λιγότερο.
Εύλογα, αφού η παραγωγικότητα είναι αυτό που προσφέρει ο εργαζόμενος στον εργοδότη – ενώ ο μισθός είναι το αντάλλαγμα του εργοδότη στον εργαζόμενο. Και τα δύο λοιπόν αυξάνονταν μαζί – με τους εργοδότες να έχουν περισσότερα κέρδη και με τους εργαζόμενους υψηλότερους μισθούς.
Έτσι στηρίχθηκε η ανάπτυξη και η κάθε γενιά ζούσε καλύτερα από την προηγούμενη – ενώ οι φόροι χρησιμοποιούνταν ανταποδοτικά από τα κράτη, προς όφελος της κοινωνίας, καθώς επίσης επιβαρύνοντας αναλογικά τις εισοδηματικές τάξεις, χωρίς να είναι εις βάρος της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όμως, με την επικράτηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, οι πραγματικοί μισθοί (=αφαιρουμένου του πληθωρισμού), ισοπεδώθηκαν – έπαψαν δηλαδή να αυξάνονται, παρά το ότι η παραγωγικότητα συνέχιζε να είναι ανοδική. Το γεγονός αυτό σημαίνει πως αυτά που έδιναν οι εργαζόμενοι στους εργοδότες αυξάνονταν, αλλά τα ανταλλάγματα των εργοδοτών όχι – με αποτέλεσμα να υπάρχει μία «έκρηξη» των κερδών των επιχειρήσεων τα τελευταία 40 έως 50 χρόνια, καθώς επίσης μία χρηματιστηριακή άνοσος χωρίς σταματημό.
Από την άλλη πλευρά, το «αμερικανικό όνειρο» συνέχιζε να υπάρχει – με την έννοια πως οι εργαζόμενοι ήθελαν να έχουν αυτοκίνητο και σπίτι, να στέλνουν τα παιδιά τους στο κολέγιο, να κάνουν διακοπές για αρκετές εβδομάδες κλπ. Για να μπορούν όμως να το εκπληρώνουν, να νοιώθουν επιτυχημένοι και να μη χάνουν την αυτοεκτίμηση τους, άρχισαν να δανείζονται – για να συμπληρώσουν το μισθό που δεν τους προσέφεραν οι εργοδότες, παρά το ότι αυξανόταν η παραγωγικότητα της εργασίας.
Εδώ ακριβώς έχουμε το διπλό χτύπημα εναντίον των εργαζομένων – αφού οι δανειστές τους ήταν στην ουσία οι εργοδότες, μέσω της μεγαλύτερης αύξησης των κερδών τους, από τότε που αυξανόταν η παραγωγικότητα, αλλά όχι οι μισθοί. Στην ουσία λοιπόν, αντί να τους δίνουν τις αυξήσεις των μισθών που δικαιούνταν, τους δάνειζαν τη διαφορά – επιλέγοντας τα δανεικά που θα απαιτούσαν την επιστροφή τους, από τους μισθούς.
Έτσι ο αμερικανικός λαός και όχι μόνο, έχει βυθιστεί σε επίπεδα χρεών πρωτόγνωρα στην παγκόσμια ιστορία – με στεγαστικά χρέη, με χρέη πιστωτικών καρτών, με φοιτητικά χρέη κοκ. Σε τελική ανάλυση δε, όλο και περισσότερες οικογένειες έχουν μεγαλύτερα χρέη από ετήσια εισοδήματα – κάτι που ασφαλώς έχει ημερομηνία λήξης.
Εν τω μεταξύ, ο πλούτος στην κορυφή αυξάνεται ακατάπαυστα – αφού οι εργοδότες δεν έχουν αφαιρέσει μόνο την αμοιβή των εργαζομένων από την άνοδο της παραγωγικότητας, αλλά εισπράττουν επί πλέον τους τόκους από τα δάνεια που τους παρέχουν. Έτσι έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα που δεν είναι μόνο άδικο, αλλά εγγυάται πως θα παράγει τραγική και συνεχώς αυξανόμενη ανισότητα.
Όσον αφορά την έκρηξη των χρηματιστηρίων είναι αυτονόητη – αφού το ανώτατο 10% δεν μπορεί να ξοδέψει τα τεράστια εισοδήματα του, οπότε τα τοποθετεί σε μετοχές, σε ομόλογα, σε ακίνητα κοκ. Ως εκ τούτου, ακολουθεί το τρίτο χτύπημα εναντίον των εργαζομένων – η άνοδος των τιμών κατοικίας και εξ αυτής των ενοικίων.
Δηλαδή, οι εργαζόμενοι χάνουν σήμερα (α) από τη μη συμμετοχή τους στην αύξηση της παραγωγικότητας, (β) από τους τόκους των δανείων τους και (γ) από το κόστος στέγασης – ενώ αντίστοιχα κερδίζουν οι εργοδότες τριπλά.
Τετραπλά στην ουσία, αφού κερδίζουν επί πλέον από τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας (ανάλυση) – ευρύτερα από τα κέρδη του κεφαλαίου, όπως από τους τόκους στα δάνεια που παρέχουν στα κράτη με ομόλογα. Ακόμη χειρότερα, κάποια στιγμή με τη ρομποτοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, δεν θα έχουν καν ανάγκη τους εργαζομένους – ο απόλυτος εφιάλτης.
Παράλληλα, ο αριθμός των εργοδοτών που ήδη είναι μικρότερος, περιορίζεται συνεχώς – ενώ ο αριθμός των εργαζομένων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος και συνεχίζει να αυξάνεται. Λογικά λοιπόν, κάποια στιγμή οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να ψηφίσουν υπέρ της άρσης των ανισοτήτων – τις οποίες δημιουργεί η μετεξέλιξη του καπιταλισμού σε ακραίο νεοφιλελευθερισμό.
Έχοντας όμως γνώση οι εργοδότες αυτού του ρίσκου, έκαναν το μοναδικό πράγμα που έπρεπε να κάνουν – εξουδετέρωσαν το πολιτικό σύστημα εξαγοράζοντας ή/και δανείζοντας το. Έτσι, αφενός μεν απέφυγαν τον κίνδυνο, αφετέρου κερδίζουν επί πλέον – παίρνοντας ως αντάλλαγμα για τη στήριξη και τα δάνεια τους ακόμη περισσότερα προνόμια.
Στο πλαίσιο αυτό, τα επίπεδα βίας που βλέπουμε στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, αποτελούν το σημάδι μίας πραγματικά απελπισμένης διατήρησης ενός συστήματος, η λογική του οποίου έχει πια εκλείψει – όπου στην ουσία αμύνεται επιθετικά απέναντι στις χώρες των BRICS που θεωρούν πως υπάρχει εναλλακτική.
Δημόσιο χρέος: Από μηδέν το 1974, στα 406,5 δις € το 2023!
Έως το 1974, η Ελλάδα είχε αμελητέο, εάν όχι μηδενικό χρέος που όμως άρχισε να αυξάνεται από το πρώτο έτος της μεταπολίτευσης – παρά το ότι είχαν μεσολαβήσει οι δυο παγκόσμιες ενεργειακές κρίσεις του 1972 και του 1974, καθώς επίσης η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο.
Την πρώτη περίοδο τώρα, από το 1975 έως το 1981, όπου κυβέρνησε η ΝΔ, ο Κ. Καραμανλής και ο Γ. Ράλλης (1980-1981), το δημόσιο χρέος ανήλθε με αναγωγή σε ευρώ στα 2,4 δις € ή στο 34,5% του ΑΕΠ – εκ των οποίων το 1 δις € προστέθηκε από τον Γ. Ράλλη.
Μετά το 1981, όπου μόλις είχαμε μπει στην ΕΟΚ που ασφαλώς δεν μας βοήθησε και επικράτησε το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, το δημόσιο χρέος μας εκτοξεύθηκε στα ύψη (έως σχετικά πρόσφατα δεν υπήρχε διαχωρισμός σε χρέος κεντρικής και γενικής κυβέρνησης ή ήταν αμελητέα η διαφορά τους) – σχεδόν τετραπλασιάσθηκε δηλαδή έως το 1985 στα 8,6 δις € και σχεδόν τριπλασιάσθηκε από το 1985 έως το 1989 στα 21,5 δις €.
Σε όρους χρέους/ΑΕΠ, από το 34,5% του ΑΕΠ το 1981 έφτασε στο 69,9% το 1989 – σημειώνοντας πως το 1985 ξέσπασε η κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, η Ελλάδα βρέθηκε στα όρια της χρεοκοπίας και για να μην αναγκασθεί να προσφύγει στο ΔΝΤ, ζήτησε και πήρε ένα μεγάλο δάνειο από την ΕΟΚ, έναντι μέτρων εξυγίανσης που όμως δεν εφαρμόσθηκαν ως όφειλαν.
Την ίδια περίοδο, η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα που είναι σήμερα εφιαλτικά χαμηλή (γράφημα), μειώθηκε κατά 5,5% – όταν ο μέσος όρος των χωρών της ΕΟΚ την αύξησε κατά 20,1%. Με απλά λόγια, τότε υπήρξε η πρώτη μεγάλη απόκλιση της Ελλάδας από την ΕΕ κατά 25,6% – ενώ επίσης τότε η οικονομία μας καταστράφηκε, από την απίστευτη κακοδιαχείριση της περιόδου 1981-1989 του ΠΑΣΟΚ, με την ταυτόχρονη «διαφθορά» της πολιτικής και από την πολιτική της κοινωνίας (πελατειακό κράτος κλπ.).
Το χρέος συνέχισε να αυξάνεται ιλιγγιωδώς, από τα 21,5 δις € το 1989 στα 60,5 δις € το 1993 – ή από το 69,9% του ΑΕΠ το 1989, στο 111,6% το 1993. Φυσικά τα επιτόκια εκτοξεύθηκαν και η Ελλάδα θα είχε χρεοκοπήσει, εάν δεν είχε εγκριθεί η υποψηφιότητα της ως μελλοντικό μέλος της Ευρωζώνης.
Το χρέος αυξήθηκε από τα 60,5 δις € το 1993 στα 97,8 δις € το 1996, στα 167,8 δις € το 2003 και στα 299,7 δις € το 2009 (και) με τη «βοήθεια» της ΕΛΣΤΑΤ – στο 129,7% του ΑΕΠ που κρίθηκε μη βιώσιμο, η χώρα καταδικάσθηκε στην Τρόικα και ακολούθησε το PSI που μείωσε το δημόσιο χρέος μας μόλις κατά 51,8 δις € (όπως προκύπτει από την έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος «Το Χρονικό της Κρίσης: 2010-2013» – αν και εμείς το έχουμε τεκμηριώσει πολύ πιο πριν, ανάλυση).
Σε κάθε περίπτωση, το δημόσιο χρέος μας από τα 299,7 δις € το 2009, παρά τις διαγραφές του PSI και το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, εκτοξεύθηκε στα 358,9 δις € στα τέλη του 2018 – στα 334,7 δις € της γενικής κυβέρνησης που μετράει πια ως ποσοστό του ΑΕΠ, αφού τότε άρχισαν να αφαιρούνται τα αποθεματικά των οργανισμών του δημοσίου όπως των ασφαλιστικών ταμείων (24,2 δις €), σαν να μην ήταν χρέη!
Υπολογίζονται πλέον ως ενδοκυβερνητικό χρέος που δεν μετράει στο συντελεστή χρέος/ΑΕΠ – κάτι που δεν μας βρίσκει σύμφωνους, αφού έτσι διακινδυνεύονται το σύστημα υγείας και οι συντάξεις. Από τα 358,9 δις € τώρα στα τέλη του 2018, εκτοξεύθηκε στα 406,5 δις € στις 31.12.23 – αυξήθηκε δηλαδή κατά 47,6 δις €.
Σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης όμως αυξήθηκε από τα 334,7 δις € στα τέλη του 2018, στα 356,6 δις € στα τέλη του 2023 – δηλαδή κατά 21,9 δις €. Αυτό σημαίνει πως το ενδοκυβερνητικό χρέος, οπότε τα χρήματα με τα οποία δανείζουν τα ασφαλιστικά κυρίως ταμεία το δημόσιο, αυξήθηκαν από τα 24,2 δις € στα 49,9 δις €!
Εν προκειμένω, επειδή θεωρούμε μη λογική αυτήν την αύξηση (δεν πιστεύουμε πως έχουν τόσα χρήματα τα ασφαλιστικά μας ταμεία), καταθέσαμε ερώτηση που δεν απαντήθηκε ποτέ – σημειώνοντας πως υπάρχει επί πλέον το κρυφό χρέος των 25 δις € από τους παγωμένους τόκους του EFSF συν τις κρατικές εγγυήσεις, ενώ δεν εξυπηρετούμε ακόμη τα 96 δις του δανείου του (έχουν μεταφερθεί όλα για μετά το 2033).
Αυτή είναι η, εφιαλτική κατά την άποψη μας, οικονομική ιστορία της μεταπολίτευσης – μίας γενιάς που έζησε εις βάρος πολλών, εάν όχι όλων των επομένων γενεών, με πιθανότερο τελικό αποτέλεσμα την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της χώρας μας, τον ακρωτηριασμό της εθνικής της κυριαρχίας/κυριαρχικών δικαιωμάτων, την εξαθλίωση και τη μερική αντικατάσταση του πληθυσμού της.
ΥΓ: Προφανώς η αναφορά μας δεν έχει καμία σχέση με τη χούντα των δικτατόρων – αλλά με το τι συνέβη στη μεταπολίτευση. Όσον αφορά την εξέλιξη του ΑΕΠ την ίδια χρονική περίοδο, τη βρήκαμε μόνο από την Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά δυστυχώς σε δολάρια – από 25,35 δις $ το 1974, στα 355,91 δις $ το 2008 και στα 238,21 δις $ το 2023.
Επομένως το δημόσιο χρέος, το 2023 στα 406,5 δις € από αμελητέο εάν όχι μηδέν το 1974, αυξήθηκε κατά πάρα πολύ περισσότερο, από ότι το ΑΕΠ – γεγονός που σημαίνει ότι, η οικονομική πολιτική της εποχής της μεταπολίτευσης, ειδικά της περιόδου 1981-1989, ήταν καταστροφική.
Από την άλλη πλευρά, για να είναι σωστά τα συγκριτικά στοιχεία, δεν θα πρέπει να αφαιρούνται τα διαθέσιμα των οργανισμών του δημοσίου από το δείκτη χρέος/ΑΕΠ – αφού δεν αφαιρούνταν πριν το 2019 (η ιστορία αυτή με την κατάθεση των διαθεσίμων των ταμείων στην ΤτΕ ξεκίνησε το 2015).
Ως εκ τούτου, το συγκρίσιμο χρέος/ΑΕΠ το 2023 δεν ήταν στο 162% αλλά στο 185% (406,5/220) – ενώ στο ΑΕΠ ύψους 220 δις € συνυπολογίζεται ο πληθωρισμός που δεν υπήρχε πριν το 2020.
Αποτυχημένο κράτος
Σύμφωνα με τη γερμανική βιβλιογραφία, «αποτυχημένο» (fail state) θεωρείται ένα κράτος που δεν μπορεί να εκπληρώσει τρεις κεντρικές λειτουργίες για τους Πολίτες του: να τους παρέχει ασφάλεια, ευημερία και νομιμότητα, με την έννοια του ολοκληρωμένου Κράτους Δικαίου.
Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι, εάν η Ελλάδα έχει σήμερα αυτά τα χαρακτηριστικά – κάτι που οφείλει να απαντηθεί από τον καθένα μας. Εάν δηλαδή οι κυβερνήσεις της μπορούν ή δεν μπορούν να προσφέρουν στους Πολίτες ασφάλεια, ευημερία και νομιμότητα – με κριτήριο αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία μας, όπως η εγκληματικότητα, η παράνομη μετανάστευση, οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, το διαθέσιμο εισόδημα, ο πληθωρισμός, η ασυδοσία των καρτέλ, οι αποφάσεις της Δικαιοσύνης κοκ.
Εάν υποθέσουμε πως δεν μπορούν, αυτό που απομένει στους δανειστές της είναι η λεηλασία του πλούτου της – γεγονός που απαιτεί αφενός μεν κοινωνική ηρεμία, αφετέρου τον εφησυχασμό των Ελλήνων. Προφανώς με λόγια που δεν συνοδεύονται ποτέ από έργα, έως ότου ολοκληρωθεί η διαδικασία, με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος και τη μερική αντικατάσταση του πληθυσμού – με ορίζοντα μία πολυπολιτισμική, εύκολα ελεγχόμενη πολιτικά κοινωνία, με φθηνούς εργαζομένους που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργία της χώρας ως ξενοδοχείο, γηροκομείο και μπαταρία της Ευρώπης.
Για να είναι τώρα κάτι τέτοιο εφικτό, χρειάζεται μία ολόκληρη σειρά από «εύχρηστες πολιτικές μαριονέτες», οι οποίες θα στελεχώνουν σωστά το πολιτικό φάσμα της χώρας – καθώς επίσης ένα «φόβητρο», όπως στο παράδειγμα της Τουρκίας.
Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ πως η αρχική αδυναμία και η πτώση ορισμένων κρατών σε καθεστώς «αποτυχημένου» οφείλεται, σύμφωνα με μία μελέτη του γερμανικού IMI, στα αποκαλούμενα σήμερα νεοφιλελεύθερα προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής» – τα οποία επιβάλλονται διεθνώς από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα (στην ΕΕ από την Τρόικα).
Ειδικότερα, η κρίση χρέους του 1980 οδήγησε στο γεγονός ότι, πολλές χώρες δεν μπορούσαν διαφορετικά να επιβιώσουν, παρά μόνο λαμβάνοντας χρήματα από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα – τα οποία δανείζονταν μόνο εάν συμφωνούσαν να μειώσουν τις δημόσιες και λοιπές δαπάνες τους (μισθούς, συντάξεις κλπ.), να ανοίξουν εντελώς τις αγορές τους, καθώς επίσης να ιδιωτικοποιήσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις τους, ακόμη και τις κοινωφελείς (ύδρευση, ηλεκτρισμό κλπ.).
Οι μειώσεις όμως στον κοινωνικό τομέα, οδηγούσαν σε κρίσεις απώλειας της νομιμοποίησης των κυβερνήσεων, απέναντι στους λαούς τους – με εύλογο επακόλουθο να εντείνεται η κρατική καταστολή, αφού διαφορετικά δεν μπορούσε να εξασφαλισθεί η εξουσία, καθώς επίσης η κοινωνική πειθαρχία.
Η Ελλάδα πάντως φαίνεται πως έχει τελικά αποφύγει τις κρίσεις νομιμοποίησης των κυβερνήσεων της, μετά τη δολοφονία της τελευταίας ελπίδας των Πολιτών της το 2015 – αν και κανένας δεν γνωρίζει τι θα συμβεί στο μέλλον.
Το έγκλημα της μονοκαλλιέργειας του τουρισμού
Η βασικότερη φροντίδα μίας κυβέρνησης, οφείλει να είναι η βελτίωση της ευημερίας των Πολιτών – άρα η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας και εξ αυτής των μισθών, η οποία προϋποθέτει την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Με απλά λόγια, δεν χρειάζονται επιδόματα ελεημοσύνης και παροχές που τελικά αυξάνουν τη φορολογία, αλλά ποιοτικές, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας – χωρίς τις οποίες δεν πρόκειται να επιστρέψουν οι 1.079.992 Έλληνες που έφυγαν από το 2010 έως το 2022.
Δυστυχώς όμως, όταν απασχολούνται τόσο πολλοί εργαζόμενοι στον τουρισμό, η παραγωγικότητα του οποίου είναι πολύ χαμηλή, δεν μπορεί να συμβεί – γεγονός που σημαίνει ότι, όπως λέμε από την αρχή της κρίσης, απαιτείται η άμεση αλλαγή του οικονομικού μας μοντέλου (μαζί με έναν Ισολογισμό του κράτους, έτσι ώστε να γνωρίζουμε τι έχουμε και όχι μόνο τι οφείλουμε).
Δεν εννοούμε βέβαια πως ο τουρισμός είναι κακός, αλλά ότι αφενός μεν πρέπει να μην αποτελεί μονοκαλλιέργεια, αφετέρου να συνδεθεί με την εγχώρια παραγωγή – καθώς επίσης να μην εξελίσσεται εις βάρος των υπολοίπων κλάδων και του φυσικού μας περιβάλλοντος. Το ίδιο διαπιστώνεται σήμερα από άλλους οικονομολόγους, όπως από ένα μέρος μίας πρόσφατης ανάλυσης – κατά την οποία τα εξής:
«Το ποσοστό των εργαζομένων στον τουριστικό κλάδο είναι τριπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ και υπερδιπλάσιο από άλλες τουριστικές χώρες – όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Κροατία και η Πορτογαλία.
Η Ελλάδα είχε το 2023 τη δεύτερη χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ – μόλις επάνω από τη Βουλγαρία. Η κατάταξη της χώρας μας χειροτερεύει διαρκώς τα τελευταία 20 χρόνια – αφού το 2007 η Ελλάδα ήταν 13η, το 2014 έπεσε στη 19η θέση, το 2019 έπεσε στην 25η και μέχρι το 2023 έχασε ακόμα μία θέση.
Από αυτήν ακριβώς την παραγωγικότητα, εξαρτώνται η ανταγωνιστικότητα και οι μισθοί – οι οποίοι είναι αδύνατον να αυξηθούν βιώσιμα, υπό αυτές τις συνθήκες. Η πτώση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές, οφείλεται εν μέρει μόνο στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας – έχει σχέση κυρίως με τη δυσκολία της χώρας μας να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, το οποίο είναι βασισμένο σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός.
Ο μεταποιητικός κλάδος, αντίθετα, απασχολεί ποσοστό των εργαζομένων σχεδόν ίσο με το 60% του μέσου όρου της ΕΕ – όταν, η παραγωγικότητα του μεταποιητικού κλάδου που συμπεριλαμβάνει τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, είναι σχεδόν 30% υψηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα στην οικονομία.
Γενικεύοντας από τα παραπάνω, η Ελλάδα έχει ισχνή παρουσία σε δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας και καινοτομίας, όπως η μεταποίηση και η τεχνολογία – ενώ υπερβολικά μεγάλη παρουσία σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας, όπως ο τουρισμός.
Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, απαιτεί συνδυασμένες δημόσιες πολιτικές που θα εστιάζουν στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος – έτσι ώστε να προωθηθούν δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας και καινοτομίας. Δηλαδή, τυχόν αναπτυξιακά κονδύλια και επιδοτήσεις, θα πρέπει να κατευθύνονται μόνο σε τέτοιου είδους δραστηριότητες – επίσης, μόνο εφόσον υπάρχουν οικονομίες κλίμακας ή συσσωμάτωσης.
Παράλληλα, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει σημαντικά τους μηχανισμούς προστασίας του περιβάλλοντος – ενώ μέρος του εργατικού της δυναμικού θα πρέπει να κατευθυνθεί σε κλάδους της οικονομίας με υψηλότερη παραγωγικότητα από τον τουρισμό, με συνέπεια την αύξηση της παραγωγικότητας σε επίπεδο οικονομίας» (Κ).
Στο πλαίσιο αυτό, όταν ο πρωθυπουργός υπόσχεται αύξηση των μέσων μισθών στα 1.500 €, είτε κοροϊδεύει, είτε μας οδηγεί σε μία ακόμη χρεοκοπία – όπως φαίνεται από την άνοδο του εμπορικού μας ελλείμματος και του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, στα επίπεδα 2006/2010, υπό πολύ χειρότερα μεγέθη δημοσίου και κόκκινου ιδιωτικού χρέους.
Η μαγεία των απόλυτων μεγεθών
Το Σεπτέμβρη του 2013, η ανεργία είχε κορυφωθεί στο 27,4% – σε απόλυτο αριθμό, στους 1.376.463 ανέργους. Τον Ιούνιο του 2024, πάντα κατά την ΕΛΣΤΑΤ, σημειώθηκε το χαμηλό ποσοστό του 9,6% – σε απόλυτο αριθμό στους 456.663 ανέργους. Από το 2010 έως το 2022 έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα 1.080.000 περίπου Έλληνες, σε ηλικία εργασίας – σύμφωνα με πίνακα που ακολουθεί.
Εάν λοιπόν από τους ανέργους των 1.376.463 αφαιρέσουμε αυτούς που έφυγαν, τότε οι άνεργοι θα έπρεπε να ήταν περί τους 300.000 – οπότε μπορεί το ποσοστό να μειώθηκε, αλλά στην ουσία η ανεργία, εάν παρέμεναν στην Ελλάδα οι εργαζόμενοι, θα ήταν αυξημένη. Έτσι ακριβώς μειώθηκε η ανεργία και τη δεκαετία του 1960 – με τη μαζική τότε μετανάστευση, κυρίως στη Γερμανία.
Επιτυχημένη οικονομική πολιτική η κοροϊδία με τη χρήση ποσοστών αντί απόλυτων μεγεθών; Τα ίδια με το χρέος που δεν έχει σταματήσει να αυξάνεται σε απόλυτους αριθμούς, παρά το μαζικό ξεπούλημα και την υπερφορολόγηση – αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται, κυρίως με τη βοήθεια του πληθωρισμού και της μη εμφάνισης των κρυφών χρεών (παγωμένοι τοκοι, κρατικές εγγυήσεις κλπ.).
Τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα μας εκφράζουν αποκλειστικά τους συγγραφείς τους. Η ιστοσελίδα μας δεν λογοκρίνει τις γνώμες των συνεργατών της.
Δεν υπάρχουν σχόλια