Ο καλός και ο καλύτερος
Ο καλός και ο καλύτερος: Δεν υπάρχει τελειότητα, μονάχα μοναδικότητα
Αντριάνα Σεργίδου
Από παιδιά, από τη στιγμή που αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει γύρω μας, μπαίνουμε σε μία διαδικασία διαρκούς σύγκρισης του εαυτού μας με τους άλλους. Αρχικά, ανταγωνιζόμαστε τα αδέρφια μας, ενώ ακούμε πληθώρα χαρακτηρισμών και επιθέτων από τους γονείς μας που κλονίζουν την άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας. Οι γονείς μας, επαναλαμβάνοντας όσα έμαθαν από τους δικούς τους γονείς, στιγματίζουν άθελα την αυτοεικόνα μας, μέχρις ότου αναλάβει αυτό το ρόλο, με συστηματικότερο τρόπο, το σχολείο.
Καθημερινά, επί 12 χρόνια (αν και αυτή ιστορία ενδεχομένως να ξεκινά από το νηπιαγωγείο), ο μαθητής μπαίνει μέσα σε μία τάξη όπου ανταγωνίζεται τους συμμαθητές του. Στα ακαδημαϊκά αποτελέσματα, τις αθλητικές επιδόσεις, τις καλλιτεχνικές επιδόσεις, στην εξωτερική εμφάνιση, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Κρίνει τον εαυτό του ως ικανό η ανίκανο, αυστηρά σε σχέση με τη βαθμολογία του.
Άλλωστε αυτό είναι το κύριο κριτήριο, βάσει του οποίου απονέμονται οι περισσότεροι έπαινοι και τα σχολικά βραβεία. Ελάχιστη σημασία δίνεται στην μοναδικότητα του μαθητή σε μη ακαδημαϊκού τύπου χαρίσματα που πιθανό να έχει. Όσα παιδιά παρουσιάζουν αδυναμία σε σχέση με τις καθαρά γνωσιολογικές απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, βιώνουν την ψυχρολουσία της αποτυχίας. Όσα παιδιά πάλι έχουν περισσότερες δυνατότητες, παρασύρονται σε ένα σκληρό ανταγωνισμό με τους συμμαθητές τους. Ο υποβολέας (η εσωτερική φωνή του εαυτού μας) και των μεν και των δε πυροδοτείται.
Τα ηνία αναλαμβάνει στη συνέχεια η κοινωνία που θέτει τις αυστηρές προδιαγραφές του «επιτυχημένου». Καλές σπουδές, παχυλό εισόδημα, δουλειά σε ένα καταξιωμένο χώρο, επιτυχημένος γάμος, ευτυχισμένη οικογένεια και πάει λέγοντας. Οι ταμπέλες και τα εύσημα της οικογένειας, του σχολείου, της κοινωνίας παραμένουν οι βασικές παράμετροι πιστοποίησης του «επιτυχούς» και «ευτυχισμένου» ανθρώπου. Έτσι, η κοινωνική αναγνώριση διεκδικεί την νοηματοδότηση της ζωής μας σε όλες τις στάσεις της ενώ εμείς, κατακλυσμένοι στα «πρέπει», υπό αφόρητη πίεση, πασχίζουμε να συγκεράσουμε την αναζήτηση της πραγματικής ευτυχίας με την υποταγή στο «κοινωνικά ορθό».
Αποδέσμευση από τα πρότυπα
Η πραγματική αποδοχή του εαυτού μας προϋποθέτει και την εξασθένηση της ανάγκης κατάταξης σε κοινωνικούς χαρακτηρισμούς και στερεότυπα. Προϋποθέτει την αποδέσμευση από το φόβο του δεν είμαι αρκετά καλός, ευπαρουσίαστος, έξυπνος, επιτυχημένος, εύπορος κ.ο.κ. Οποτεδήποτε μπαίνουμε σε ανταγωνιστικές διαδικασίες ή διαδικασίες ταξινόμησης του εαυτού μας, γινόμαστε έρμαιο του υποβολέα μας ο οποίος γεννιέται και τρέφεται μέσα από αυτή τη διαδικασία. Ακούγεται ουτοπικό, αλλά θα ήταν εκπληκτικά απελευθερωτικό αν μπορούσαμε να μην είχαμε την ανάγκη απόκτησης κάποιας επιβαλλόμενης ταυτότητας. Την πίεση να αποδείξουμε τους εαυτούς μας. Να παίξουμε τους σωστούς ρόλους.
Αλήθεια, πόση ανασφάλεια μας έχουν εμφυτεύσει;
Πόσο τρέμουμε την ιδέα ότι δεν είμαστε αρκετοί; Πως δεν είμαστε αγαπητοί; Πόσο μεγάλη ανάγκη έχουμε για αναγνώριση; Με πόση μανία για κατάκτηση της τελειότητας μας έχουνε εμποτίσει;
Είναι τόσο κατευναστικό το συναίσθημα του να αισθάνεσαι πως είσαι αρκετά καλός, όπως ακριβώς είσαι. Πως, ακόμη κι αν δεν βρίσκεσαι εκεί που διακαώς θα ήθελες να βρίσκεσαι, δεν υπάρχει λόγος να είσαι σκληρός με τον εαυτό σου. Είναι καιρός να αφήσουμε κάτω το βαρύ φορτίο του «ορθού» και του «λάθους».
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΛΑΘΗ. ΜΟΝΟ ΜΑΘΗΜΑΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια