Τρομερή παραδοχή ΗΠΑ

Τρομερή παραδοχή ΗΠΑ: To F 35 είναι ένα τεράστιο εξοπλιστικό φιάσκο, στα σκουπίδια 2 τρισ. δολ - Την πάτησε και η Ελλάδα
Η υπόσχεση πίσω από
το F-35 ήταν αδύνατη εξ αρχής: ένα μόνο αεροσκάφος που θα καλύπτει τις
ανάγκες διαφορετικών στρατιωτικών κλάδων, θα είναι stealth, υπερηχητικό,
δικτυοκεντρικό, και όλα αυτά με χαμηλό κόστος - Το όραμα αυτό ήταν
πολιτικά χρήσιμο, αλλά τεχνικά ανέφικτο
Τουλάχιστον 25
χρόνια μετά την έναρξη της ανάπτυξης του F-35, οι ΗΠΑ παραδέχονται για
πρώτη φορά, έστω και με υπαινικτικό τρόπο, πως το πιο φιλόδοξο
εξοπλιστικό πρόγραμμα της σύγχρονης εποχής απέτυχε παταγωδώς.
Με τη χρήση προσεκτικά διατυπωμένων αλλά αποκαλυπτικών φράσεων, πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Λογοδοσίας της Κυβέρνησης των ΗΠΑ (GAO) επισημοποιεί μια αλήθεια που πολλοί ειδικοί, στρατιωτικοί αναλυτές και insiders της αμυντικής βιομηχανίας ψιθυρίζουν εδώ και χρόνια: το F-35 δεν πρόκειται ποτέ να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που το ίδιο το Πεντάγωνο και η Lockheed Martin καλλιέργησαν.
Η μεγάλη παραδοχή πίσω από τεχνοκρατικά λόγια
Στην επιφάνεια, η έκθεση μοιάζει τεχνοκρατική.
Όμως, αρκεί κανείς να δει μια φράση από τη σελίδα «Highlights» της έκθεσης για να κατανοήσει το βάθος της παραδοχής: «Το πρόγραμμα σχεδιάζει να μειώσει το εύρος του Block 4, ώστε να παραδίδει δυνατότητες στα μαχητικά με πιο προβλέψιμο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν.»
Σε απλή γλώσσα, αυτή η πρόταση σημαίνει ότι πολλές από τις κρίσιμες δυνατότητες μάχης που είχαν σχεδιαστεί για το F-35, απλώς δεν θα υλοποιηθούν ποτέ.
Η περίφημη «φάση εκσυγχρονισμού» Block 4, η οποία ξεκίνησε το 2019, ήταν στην ουσία ένας παραπλανητικός τρόπος να συνεχιστεί η βασική ανάπτυξη του αεροσκάφους, χωρίς να φανεί ότι το πρόγραμμα είχε ξεφύγει πλήρως από το αρχικό του χρονοδιάγραμμα και προϋπολογισμό, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Responsible Statecraft.
Το Block 4, που υποτίθεται θα προσέθετε κορυφαίες δυνατότητες σε ηλεκτρονικό πόλεμο, επικοινωνίες, πλοήγηση και οπλικά συστήματα, πλέον περιορίζεται δραματικά.
Οι υπεύθυνοι εγκαταλείπουν κρίσιμα τεχνολογικά χαρακτηριστικά, αποδεχόμενοι εμμέσως ότι το F-35 δεν θα αποκτήσει ποτέ τις δυνατότητες για τις οποίες πουλήθηκε.

Το μεγαλύτερο εξοπλιστικό «φιάσκο» της σύγχρονης εποχής
Το F-35 παρουσιάστηκε ως το απόλυτο μαχητικό πολλαπλών ρόλων, σχεδιασμένο για να καλύψει τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας, του Ναυτικού και των Πεζοναυτών των ΗΠΑ, αλλά και των συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Από το 2001 έως σήμερα, περισσότερες από 19 χώρες συμμετείχαν ή επένδυσαν στο πρόγραμμα.
Το συνολικό κόστος έχει ήδη ξεπεράσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας το F-35 το πιο ακριβό εξοπλιστικό πρόγραμμα στην ιστορία του πλανήτη.
Και όμως, το τελικό προϊόν είναι ένα μαχητικό που συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα αξιοπιστίας, συντήρησης, λειτουργίας και απόδοσης.
Η επίσημη παραδοχή ότι οι κρίσιμες δυνατότητες δεν πρόκειται να υλοποιηθούν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ πούλησαν ένα όνειρο – και παρέδωσαν ένα ημιτελές, ασταθές, προβληματικό σύστημα.
Πολιτικές και γεωστρατηγικές συνέπειες
Το ζήτημα δεν είναι απλώς οικονομικό ή τεχνολογικό. Έχει σοβαρότατες γεωπολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις.
Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Ιαπωνία και η Αυστραλία έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στο πρόγραμμα, με την υπόσχεση ότι θα αποκτήσουν το πιο προηγμένο μαχητικό αεροσκάφος στην ιστορία. Πλέον, αυτές οι χώρες βλέπουν πως οι δυνατότητες που τους υποσχέθηκαν δεν θα υλοποιηθούν ποτέ — και το κόστος συνεχίζει να αυξάνεται.
Η αξιοπιστία των ΗΠΑ ως εξαγωγέας στρατιωτικής τεχνολογίας δέχεται σοβαρό πλήγμα.
Οι επόμενες «πωλήσεις» μετασχηματιστικών συστημάτων, όπως τα επερχόμενα NGAD ή άλλα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και drone συνεργασίας, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό και δυσπιστία από ξένους εταίρους.

Από τεχνολογικό θαύμα σε πολιτικό σκάνδαλο
Η υπόσχεση πίσω από το F-35 ήταν αδύνατη εξ αρχής: ένα μόνο αεροσκάφος που θα καλύπτει τις ανάγκες διαφορετικών στρατιωτικών κλάδων, θα είναι stealth, υπερηχητικό, δικτυοκεντρικό, και όλα αυτά με χαμηλό κόστος. Το όραμα αυτό ήταν πολιτικά χρήσιμο, αλλά τεχνικά ανέφικτο.
Το πρόγραμμα του F-35 εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων, κατανομής θέσεων εργασίας, και διατήρησης εσωτερικών και διεθνών συμμαχιών.
Δεν ήταν ποτέ ένα καθαρά στρατιωτικό project.
Η αποτυχία του λοιπόν, δεν είναι απλώς τεχνική — είναι θεσμική.
Είναι η απόδειξη της αποτυχίας ολόκληρου του δυτικού μοντέλου στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος, που επιτρέπει σε ιδιωτικούς κολοσσούς να παραπλανούν κυβερνήσεις, κοινοβούλια και λαούς με κούφιες υποσχέσεις για «στρατιωτική υπεροχή».
Έντονοι προβληματισμοί
Η παραδοχή της αποτυχίας του F-35 από την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να αποτελέσει σημείο καμπής.
Όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά για ολόκληρο το ΝΑΤΟ και τις χώρες που βασίζονται στις αμερικανικές τεχνολογίες για την ασφάλειά τους.
• Πόσα άλλα εξοπλιστικά προγράμματα είναι καταδικασμένα σε αποτυχία λόγω κακού σχεδιασμού και πολιτικής πίεσης;
• Πώς μπορεί μια χώρα να σχεδιάζει την άμυνά της όταν ακόμα και το πιο φιλόδοξο και ακριβό πρόγραμμα αποδεικνύεται πλασματικό;
• Τι σημαίνει αυτό για τη στρατιωτική ισορροπία απέναντι σε δυνάμεις όπως η Κίνα ή η Ρωσία;
Η συζήτηση μόλις ξεκινάει. Το F-35 δεν είναι μόνο μια αποτυχία. Είναι ένα σύμπτωμα βαθύτερης στρατηγικής παρακμής.

Την πάτησε και η Ελλάδα
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην απόκτηση 20 μαχητικών αεροσκαφών F-35, με προοπτική για ακόμα 20 στο μέλλον, συνιστά μια από τις πιο ακριβές και κρίσιμες εξοπλιστικές κινήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Το κόστος του προγράμματος αναμένεται να ξεπεράσει τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ (σε αρχικό στάδιο), χωρίς να υπολογίζονται έξοδα υποστήριξης, υποδομών και εξοπλισμού που απαιτείται για να επιχειρούν τα συγκεκριμένα αεροσκάφη.
Η αγορά αυτή παρουσιάστηκε ως ένα στρατηγικό άλμα για την Πολεμική Αεροπορία και ως απάντηση στις εξοπλιστικές κινήσεις της Τουρκίας, ιδίως στον απόηχο της αποβολής της Άγκυρας από το πρόγραμμα F-35 μετά την προμήθεια των ρωσικών S-400.
Ωστόσο, υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων για τα προβλήματα και την υποβάθμιση δυνατοτήτων του Block 4, τίθενται σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η επένδυση της Ελλάδας παραμένει βιώσιμη, τεχνολογικά ορθή και στρατηγικά απαραίτητη.
Η βασική υπόσχεση πίσω από το F-35 ήταν ότι πρόκειται για το πιο προηγμένο, πολυλειτουργικό και δικτυοκεντρικό μαχητικό στον κόσμο.
Στην πράξη όμως, όπως παραδέχεται πλέον και η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση, πολλές από τις δυνατότητες που καθιστούσαν το F-35 «μοναδικό» δεν θα υλοποιηθούν ποτέ.\
Οικονομική ζημιά για την Ελλάδα
Το κόστος απόκτησης ενός F-35 πλησιάζει ή ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια δολάρια ανά μονάδα, χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος επιχειρησιακής υποστήριξης, εκπαίδευσης, ανταλλακτικών, υποδομών και όπλων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της GAO και άλλων φορέων στις ΗΠΑ το κόστος χρήσης ανά ώρα πτήσης μπορεί να φτάνει τα 40.000–50.000 δολάρια, σημαντικά υψηλότερο από τα Rafale ή τα F-16.
Η διαθεσιμότητα του στόλου F-35 παγκοσμίως παραμένει κάτω από το 55%, με συνεχείς καθυστερήσεις στην παράδοση ανταλλακτικών και τεχνικής υποστήριξης.
Σε μια εποχή που η Ελλάδα ήδη έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στα Rafale, στον εκσυγχρονισμό των F-16 σε επίπεδο Viper, καθώς και σε φρεγάτες, αντιαεροπορικά και drones, είναι θεμιτό να τεθεί το ερώτημα:
Τα F-35 είναι ένα βήμα «πολυτελείας» που δεν είναι απολύτως αναγκαίο, ειδικά όταν δεν προσφέρουν πια τις δυνατότητες που υπόσχονταν.
Στρατηγική εξάρτηση
Το F-35 λειτουργεί πλήρως ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ, με τις βασικές δυνατότητες να εξαρτώνται από συνεχείς ενημερώσεις λογισμικού, οι οποίες περνούν από αμερικανικούς διακομιστές και εγκρίσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα έχει πλήρη αυτονομία στη χρήση του όπλου σε όλα τα επιχειρησιακά σενάρια, δεν μπορεί να το τροποποιήσει ή να ενσωματώσει εθνικά όπλα ή λογισμικό χωρίς αμερικανική έγκριση και ενδέχεται να βρεθεί μπροστά σε τεχνητούς περιορισμούς ανάλογα με τις πολιτικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον.
Η πρόσφατη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν αλλάζουν οι γεωπολιτικοί άνεμοι.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα παραλάβει ένα αεροσκάφος:
• με περιορισμένες δυνατότητες σε ηλεκτρονικό πόλεμο,
• με προβλήματα λογισμικού και αξιοπιστίας,
• με υψηλό κόστος συντήρησης,
• και με χαμηλότερη επιχειρησιακή διαθεσιμότητα από αυτήν που υπόσχεται το marketing της Lockheed Martin.

www.bankingnews.gr
Με τη χρήση προσεκτικά διατυπωμένων αλλά αποκαλυπτικών φράσεων, πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής Λογοδοσίας της Κυβέρνησης των ΗΠΑ (GAO) επισημοποιεί μια αλήθεια που πολλοί ειδικοί, στρατιωτικοί αναλυτές και insiders της αμυντικής βιομηχανίας ψιθυρίζουν εδώ και χρόνια: το F-35 δεν πρόκειται ποτέ να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που το ίδιο το Πεντάγωνο και η Lockheed Martin καλλιέργησαν.
Η μεγάλη παραδοχή πίσω από τεχνοκρατικά λόγια
Στην επιφάνεια, η έκθεση μοιάζει τεχνοκρατική.
Όμως, αρκεί κανείς να δει μια φράση από τη σελίδα «Highlights» της έκθεσης για να κατανοήσει το βάθος της παραδοχής: «Το πρόγραμμα σχεδιάζει να μειώσει το εύρος του Block 4, ώστε να παραδίδει δυνατότητες στα μαχητικά με πιο προβλέψιμο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν.»
Σε απλή γλώσσα, αυτή η πρόταση σημαίνει ότι πολλές από τις κρίσιμες δυνατότητες μάχης που είχαν σχεδιαστεί για το F-35, απλώς δεν θα υλοποιηθούν ποτέ.
Η περίφημη «φάση εκσυγχρονισμού» Block 4, η οποία ξεκίνησε το 2019, ήταν στην ουσία ένας παραπλανητικός τρόπος να συνεχιστεί η βασική ανάπτυξη του αεροσκάφους, χωρίς να φανεί ότι το πρόγραμμα είχε ξεφύγει πλήρως από το αρχικό του χρονοδιάγραμμα και προϋπολογισμό, επισημαίνει σε ανάλυσή του το Responsible Statecraft.
Το Block 4, που υποτίθεται θα προσέθετε κορυφαίες δυνατότητες σε ηλεκτρονικό πόλεμο, επικοινωνίες, πλοήγηση και οπλικά συστήματα, πλέον περιορίζεται δραματικά.
Οι υπεύθυνοι εγκαταλείπουν κρίσιμα τεχνολογικά χαρακτηριστικά, αποδεχόμενοι εμμέσως ότι το F-35 δεν θα αποκτήσει ποτέ τις δυνατότητες για τις οποίες πουλήθηκε.

Το μεγαλύτερο εξοπλιστικό «φιάσκο» της σύγχρονης εποχής
Το F-35 παρουσιάστηκε ως το απόλυτο μαχητικό πολλαπλών ρόλων, σχεδιασμένο για να καλύψει τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας, του Ναυτικού και των Πεζοναυτών των ΗΠΑ, αλλά και των συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Από το 2001 έως σήμερα, περισσότερες από 19 χώρες συμμετείχαν ή επένδυσαν στο πρόγραμμα.
Το συνολικό κόστος έχει ήδη ξεπεράσει τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας το F-35 το πιο ακριβό εξοπλιστικό πρόγραμμα στην ιστορία του πλανήτη.
Και όμως, το τελικό προϊόν είναι ένα μαχητικό που συνεχίζει να αντιμετωπίζει προβλήματα αξιοπιστίας, συντήρησης, λειτουργίας και απόδοσης.
Η επίσημη παραδοχή ότι οι κρίσιμες δυνατότητες δεν πρόκειται να υλοποιηθούν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ πούλησαν ένα όνειρο – και παρέδωσαν ένα ημιτελές, ασταθές, προβληματικό σύστημα.
Πολιτικές και γεωστρατηγικές συνέπειες
Το ζήτημα δεν είναι απλώς οικονομικό ή τεχνολογικό. Έχει σοβαρότατες γεωπολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις.
Χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Ελλάδα, το Ισραήλ, η Ιαπωνία και η Αυστραλία έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στο πρόγραμμα, με την υπόσχεση ότι θα αποκτήσουν το πιο προηγμένο μαχητικό αεροσκάφος στην ιστορία. Πλέον, αυτές οι χώρες βλέπουν πως οι δυνατότητες που τους υποσχέθηκαν δεν θα υλοποιηθούν ποτέ — και το κόστος συνεχίζει να αυξάνεται.
Η αξιοπιστία των ΗΠΑ ως εξαγωγέας στρατιωτικής τεχνολογίας δέχεται σοβαρό πλήγμα.
Οι επόμενες «πωλήσεις» μετασχηματιστικών συστημάτων, όπως τα επερχόμενα NGAD ή άλλα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης και drone συνεργασίας, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπιστούν με σκεπτικισμό και δυσπιστία από ξένους εταίρους.

Από τεχνολογικό θαύμα σε πολιτικό σκάνδαλο
Η υπόσχεση πίσω από το F-35 ήταν αδύνατη εξ αρχής: ένα μόνο αεροσκάφος που θα καλύπτει τις ανάγκες διαφορετικών στρατιωτικών κλάδων, θα είναι stealth, υπερηχητικό, δικτυοκεντρικό, και όλα αυτά με χαμηλό κόστος. Το όραμα αυτό ήταν πολιτικά χρήσιμο, αλλά τεχνικά ανέφικτο.
Το πρόγραμμα του F-35 εξελίχθηκε σε ένα πολιτικό εργαλείο εξυπηρέτησης συμφερόντων, κατανομής θέσεων εργασίας, και διατήρησης εσωτερικών και διεθνών συμμαχιών.
Δεν ήταν ποτέ ένα καθαρά στρατιωτικό project.
Η αποτυχία του λοιπόν, δεν είναι απλώς τεχνική — είναι θεσμική.
Είναι η απόδειξη της αποτυχίας ολόκληρου του δυτικού μοντέλου στρατιωτικού βιομηχανικού συμπλέγματος, που επιτρέπει σε ιδιωτικούς κολοσσούς να παραπλανούν κυβερνήσεις, κοινοβούλια και λαούς με κούφιες υποσχέσεις για «στρατιωτική υπεροχή».
Έντονοι προβληματισμοί
Η παραδοχή της αποτυχίας του F-35 από την ίδια την αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να αποτελέσει σημείο καμπής.
Όχι μόνο για τις ΗΠΑ, αλλά για ολόκληρο το ΝΑΤΟ και τις χώρες που βασίζονται στις αμερικανικές τεχνολογίες για την ασφάλειά τους.
• Πόσα άλλα εξοπλιστικά προγράμματα είναι καταδικασμένα σε αποτυχία λόγω κακού σχεδιασμού και πολιτικής πίεσης;
• Πώς μπορεί μια χώρα να σχεδιάζει την άμυνά της όταν ακόμα και το πιο φιλόδοξο και ακριβό πρόγραμμα αποδεικνύεται πλασματικό;
• Τι σημαίνει αυτό για τη στρατιωτική ισορροπία απέναντι σε δυνάμεις όπως η Κίνα ή η Ρωσία;
Η συζήτηση μόλις ξεκινάει. Το F-35 δεν είναι μόνο μια αποτυχία. Είναι ένα σύμπτωμα βαθύτερης στρατηγικής παρακμής.

Την πάτησε και η Ελλάδα
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην απόκτηση 20 μαχητικών αεροσκαφών F-35, με προοπτική για ακόμα 20 στο μέλλον, συνιστά μια από τις πιο ακριβές και κρίσιμες εξοπλιστικές κινήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Το κόστος του προγράμματος αναμένεται να ξεπεράσει τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ (σε αρχικό στάδιο), χωρίς να υπολογίζονται έξοδα υποστήριξης, υποδομών και εξοπλισμού που απαιτείται για να επιχειρούν τα συγκεκριμένα αεροσκάφη.
Η αγορά αυτή παρουσιάστηκε ως ένα στρατηγικό άλμα για την Πολεμική Αεροπορία και ως απάντηση στις εξοπλιστικές κινήσεις της Τουρκίας, ιδίως στον απόηχο της αποβολής της Άγκυρας από το πρόγραμμα F-35 μετά την προμήθεια των ρωσικών S-400.
Ωστόσο, υπό το φως των πρόσφατων αποκαλύψεων για τα προβλήματα και την υποβάθμιση δυνατοτήτων του Block 4, τίθενται σοβαρά ερωτήματα για το κατά πόσο η επένδυση της Ελλάδας παραμένει βιώσιμη, τεχνολογικά ορθή και στρατηγικά απαραίτητη.
Η βασική υπόσχεση πίσω από το F-35 ήταν ότι πρόκειται για το πιο προηγμένο, πολυλειτουργικό και δικτυοκεντρικό μαχητικό στον κόσμο.
Στην πράξη όμως, όπως παραδέχεται πλέον και η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση, πολλές από τις δυνατότητες που καθιστούσαν το F-35 «μοναδικό» δεν θα υλοποιηθούν ποτέ.\
Οικονομική ζημιά για την Ελλάδα
Το κόστος απόκτησης ενός F-35 πλησιάζει ή ξεπερνά τα 100 εκατομμύρια δολάρια ανά μονάδα, χωρίς να περιλαμβάνεται το κόστος επιχειρησιακής υποστήριξης, εκπαίδευσης, ανταλλακτικών, υποδομών και όπλων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της GAO και άλλων φορέων στις ΗΠΑ το κόστος χρήσης ανά ώρα πτήσης μπορεί να φτάνει τα 40.000–50.000 δολάρια, σημαντικά υψηλότερο από τα Rafale ή τα F-16.
Η διαθεσιμότητα του στόλου F-35 παγκοσμίως παραμένει κάτω από το 55%, με συνεχείς καθυστερήσεις στην παράδοση ανταλλακτικών και τεχνικής υποστήριξης.
Σε μια εποχή που η Ελλάδα ήδη έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στα Rafale, στον εκσυγχρονισμό των F-16 σε επίπεδο Viper, καθώς και σε φρεγάτες, αντιαεροπορικά και drones, είναι θεμιτό να τεθεί το ερώτημα:
Τα F-35 είναι ένα βήμα «πολυτελείας» που δεν είναι απολύτως αναγκαίο, ειδικά όταν δεν προσφέρουν πια τις δυνατότητες που υπόσχονταν.
Στρατηγική εξάρτηση
Το F-35 λειτουργεί πλήρως ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ, με τις βασικές δυνατότητες να εξαρτώνται από συνεχείς ενημερώσεις λογισμικού, οι οποίες περνούν από αμερικανικούς διακομιστές και εγκρίσεις.
Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα έχει πλήρη αυτονομία στη χρήση του όπλου σε όλα τα επιχειρησιακά σενάρια, δεν μπορεί να το τροποποιήσει ή να ενσωματώσει εθνικά όπλα ή λογισμικό χωρίς αμερικανική έγκριση και ενδέχεται να βρεθεί μπροστά σε τεχνητούς περιορισμούς ανάλογα με τις πολιτικές αποφάσεις της Ουάσιγκτον.
Η πρόσφατη στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν αλλάζουν οι γεωπολιτικοί άνεμοι.

Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα θα παραλάβει ένα αεροσκάφος:
• με περιορισμένες δυνατότητες σε ηλεκτρονικό πόλεμο,
• με προβλήματα λογισμικού και αξιοπιστίας,
• με υψηλό κόστος συντήρησης,
• και με χαμηλότερη επιχειρησιακή διαθεσιμότητα από αυτήν που υπόσχεται το marketing της Lockheed Martin.
www.bankingnews.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια