ambient-chillout-melodies-vol1

https://www.mixcloud.com/johntsip/ambient-chillout-melodies-vol1/

Πληθωρισμός, παραγωγικότητα και μισθοί

 


Πληθωρισμός, παραγωγικότητα και μισθοί

Από Βασίλης Βιλιάρδος στις 30 Μαρτίου 2025

Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί, είναι οι αιτίες της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας – η οποία περιορίζει την «πίτα διανομής». Επομένως, μειώνει (ή δεν αυξάνει) είτε τους μισθούς, είτε τα δημόσια έσοδα, είτε τα επιχειρηματικά κέρδη - οπότε προκαλεί συγκρούσεις μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και εργαζομένων, τροφοδοτώντας συχνά πληθωριστικές πιέσεις. Στα πλαίσια αυτά, οι οπαδοί της προσφοράς (νεοφιλελεύθεροι) οφείλουν κατ’ αρχήν να καταλάβουν ότι, η καινοτομία υποφέρει από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τους – οπότε οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη. Επί πλέον, οι περικοπές μισθών μειώνουν επίσης την αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ – κάτι που έχουμε βιώσει με το χειρότερο δυνατό τρόπο στην Ελλάδα. Έτσι συρρικνώνονται ακόμη περισσότερο τα περιθώρια διανομής του παραγόμενου πλούτου – γεγονός που μπορεί να δώσει μία περαιτέρω ώθηση στον πληθωρισμό, καθιστώντας το έργο της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας πολύ δύσκολο. Επίσης της πολιτικής – η οποία έρχεται αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες προκλήσεις.

.

Ανάλυση

Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες του υψηλού ρυθμού ανόδου του πληθωρισμού στο παρελθόν – της αύξησης των τιμών που αφενός μεν παγιώθηκαν στη στρατόσφαιρα, αφετέρου συνεχίζονται, αν και με χαμηλότερο ποσοστό. Σωστά δε, έχουν υποδειχθεί οι εξωτερικοί παράγοντες – όπως η ισχύς των χωρών του ΟΠΕΚ που επηρεάζει τα καύσιμα, οι διαταραγμένες αλυσίδες εφοδιασμού λόγω του Covid-19, η ενεργειακή κρίση εξαιτίας του πολέμου της Ουκρανίας και οι τελωνειακοί δασμοί σήμερα (=εμπορικοί πόλεμοι), κυρίως όσον αφορά τις ΗΠΑ.

Ειδικά σε σχέση με την Ελλάδα σήμερα, όπου οι μισθοί και οι συντάξεις έχουν πλέον εξαϋλωθεί, η μειωμένη ζήτηση δεν δικαιολογεί τη μεγαλύτερη του μέσου όρου της ΕΕ άνοδο του πληθωρισμού – με κριτήριο τις λιανικές πωλήσεις, όπου μόνο στη χώρα μας υποχωρούν και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό (γράφημα).

Ακόμη χειρότερα, η διανομή της συρρικνωμένης «πίτας» στην Ελλάδα είναι ήδη πολύ προβληματική και εξαιρετικά άδικη σε σύγκριση με την ΕΕ - υπέρ των επιχειρήσεων/κράτους και εναντίον των εργαζομένων (γράφημα, το 2024 η βελτίωση της κατάστασης ήταν αμελητέα). Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε συγκρούσεις και πολιτικές ανακατατάξεις - όπου οι διαδηλώσεις για το έγκλημα των Τεμπών είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Συνεχίζοντας στις διεθνείς συνθήκες, εάν οι εξωτερικοί παράγοντες που αναφέρθηκαν ήταν οι μοναδικοί λόγοι των υψηλών αυξήσεων των τιμών, το πρόβλημα του πληθωρισμού θα είχε ήδη επιλυθεί – με εξαίρεση ίσως τις ΗΠΑ λόγω των νέων τελωνιακών δασμών και την Ελλάδα που αποτελεί ειδική περίπτωση, αφού η ακρίβεια στη χώρα μας οφείλεται στα ολιγοπώλια, στα καρτέλ, στην αισχροκέρδεια και στην υπερφορολόγηση.

Υπάρχει όμως μία άλλη αιτία του πληθωρισμού, στην οποία δεν έχει δοθεί η απαιτούμενη προσοχή, παρά το ότι  τον τροφοδοτεί: η χαμηλή παραγωγικότητα. Εν προκειμένω, παρά τις συζητήσεις σχετικά με την ψηφιοποίηση, τη ρομποτοποίηση και την τεχνητή νοημοσύνη, οι οποίες θα προκαλούσαν μία υποτιθέμενη τεχνολογική επανάσταση, στο πνεύμα μίας καινοτόμου βιομηχανίας 4.0 ή 5.0, εκτοξεύοντας την παραγωγικότητα, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μία διαφορετική αλήθεια – ότι δηλαδή στις μεγάλες χώρες του ΟΟΣΑ, η αύξηση της παραγωγικότητας έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, περίπου από το 2005.

Όπως φαίνεται λοιπόν από το γράφημα Ι που ακολουθεί, υπήρξαν δύο περίοδοι τα τελευταία 75 χρόνια, κατά τις οποίες η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μειώθηκε στο μισό: (α) στις αρχές της δεκαετίας του 1970, λόγω του τέλους της επεκτατικής φάσης του μακρού κύματος Kondratieff (ερμηνεία) μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και (β) μετά το 2005 όπου, όταν τελείωσε η έκρηξη στην τεχνολογία της πληροφορίας, οι ρυθμοί ανάπτυξης που είχαν ήδη μειωθεί στο μισό τη δεκαετία του 1970, μειώθηκαν ξανά στο μισό.

Γράφημα Ι

Σε ισχυρές σχετικά χώρες πάντως, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, η αύξηση της παραγωγικότητας τείνει πια να μηδενισθεί, ενώ στην Ελλάδα έχει κυριολεκτικά καταρρεύσει (γράφημα) - αφού η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο, ευρίσκεται στο 57% του μέσου όρου της Ευρωζώνης και στο 63% της ΕΕ. Σε όρους ΑΕΠ δε ανά ώρα εργασίας, ευρίσκεται στο 44% της Ευρωζώνης και στο 50% της Ε.Ε. (πηγή) – οπότε είναι τεράστιο το χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης (πηγή). Επεξηγεί επί πλέον το επίσης μεγάλο χάσμα των μισθών και του κατά κεφαλήν εισοδήματος - όπου έχουμε καταντήσει σχεδόν τελευταίοι, αφού προφανώς εξαρτώνται από την παραγωγικότητα.

Γιατί αποτελεί επί πλέον πρόβλημα η πτώση της παραγωγικότητας; Απλούστατα, επειδή από αυτήν εξαρτάται ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ – εκτός από τις πιέσεις στους μισθούς. Επειδή τώρα το ΑΕΠ είναι η «πίτα» που μπορεί να διανεμηθεί ετησίως, μεταξύ του κεφαλαίου (επιχειρήσεων), της εργασίας και του κράτους, εάν αυτή η «πίτα» μεγαλώσει ελάχιστα, πόσο μάλλον εάν μειωθεί, τότε γίνεται πολύ πιο δύσκολη η επίλυση των «συγκρούσεων διανομής» του ΑΕΠ μεταξύ των παραπάνω – ενώ οι εντεινόμενοι αυτοί αγώνες διανομής με τη σειρά τους, μπορούν να αυξήσουν διαρθρωτικά τους ρυθμούς του πληθωρισμού.

Οι δύο μορφές ανάπτυξης

Περαιτέρω, οι «συγκρούσεις διανομής» μπορούν να επιδεινωθούν ακόμη περισσότερο, από μία παρενέργεια της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας: από την ανάπτυξη εντάσεως εργασίας.

Ειδικότερα, ενώ στο παρελθόν η οικονομική ανάπτυξη οφειλόταν κυρίως στην άνοδο της παραγωγικότητας, η κρίση παραγωγικότητας που ακολούθησε οδήγησε σε πολύ μεγαλύτερη εστίαση στην εντατική χρήση της εργασίας – κάτι στο οποίο δεν έχει δοθεί η σημασία που πρέπει.

Για να γίνει κατανοητό τι σημαίνει το παραπάνω, οφείλει να γνωρίζει κανείς πως μία οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί μόνο με δύο τρόπους: (α) με περισσότερες ώρες εργασίας και (β) με πιο παραγωγικές ώρες εργασίας, όπως για παράδειγμα με σύγχρονα μηχανήματα και επομένως με επενδύσεις/καινοτομία. Άλλες εναλλακτικές δεν υπάρχουν – εκτός από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του D. Ricardo, μέσω του διεθνούς εμπορίου.

Εάν τώρα η χρήση σύγχρονων μηχανημάτων που βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ αργή, κάτι που συμβαίνει παγκοσμίως μετά το 2005 περίπου, τότε η μοναδική εναλλακτική δυνατότητα ανόδου του ΑΕΠ είναι η ανάπτυξη με σημαντικά περισσότερη εργασία. Το γεγονός όμως αυτό, αργά ή γρήγορα οδηγεί σε μία ακόμη πιο περιορισμένη, πιο «σφικτή» αγορά εργασίας – η οποία, σύμφωνα με την άποψη των οικονομολόγων που βασίζονται στην προσφορά (M. Friedman κλπ.), έχει ως αποτέλεσμα μία πολύ χαμηλή ανεργία.

Οφείλουμε βέβαια να γνωρίζουμε εδώ πως οι «οικονομολόγοι της προσφοράς», οι νεοφιλελεύθεροι δηλαδή, έχουν αντικαταστήσει σκόπιμα την έννοια της πλήρους απασχόλησης, με την επιδίωξη «φυσικών» ποσοστών ανεργίας ή NAIRU (non-accelerating inflation rate of unemployment – δηλαδή  ένα θεωρητικό επίπεδο ανεργίας, κάτω από το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ο πληθωρισμός).

Η αιτία που το κάνουν είναι επειδή η υψηλότερη ανεργία θεωρείται απαραίτητη για την «πειθαρχία» του εργατικού δυναμικού, με την έννοια της διατήρησης των μισθών σε χαμηλά επίπεδα – οπότε για την «τιθάσευση» του πληθωρισμού (οι μεταναστευτικές εισροές χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό).

Σήμερα όμως υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού για διάφορους λόγους - όπως το δημογραφικό και η εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες. Ταυτόχρονα δε, τα περιθώρια διανομής είναι πολύ μικρότερα – εξαιτίας της κρίσης παραγωγικότητας. Τα γεγονότα αυτά θα μπορούσαν να αυξήσουν έντονα τον πληθωρισμό στο μέλλον, με αντίδοτο ένα νέο «σοκ Volker» - δηλαδή μια μεγάλη άνοδο των επιτοκίων, για να μειωθούν οι επενδύσεις, να αυξηθεί η ανεργία και να «πειθαρχήσουν» οι εργαζόμενοι σε χαμηλότερους μισθούς.

Η σχέση της παραγωγικότητας και της εργασίας      

Συνεχίζοντας, η σχέση μεταξύ της χαμηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας και της υψηλής έντασης εργασίας, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, μπορεί να τεκμηριωθεί εμφανώς από τη σύγκριση δύο οικονομιών: των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Ξεκινώντας εδώ από το παραπάνω Γράφημα Ι, φαίνεται καθαρά πως η αύξηση της αμερικανικής παραγωγικότητας, με εξαίρεση την περίοδο της τεχνολογικής έκρηξης (1995-2005), ήταν διαρθρωτικά χαμηλότερη από αυτήν στην ΕΕ και στην Ιαπωνία.

Στο επόμενο Γράφημα ΙΙ δε, διαπιστώνεται πόσο μικρή απόκλιση υπήρχε στις ΗΠΑ μεταξύ του ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας και των ωρών εργασίας από το 1960 έως το 2020 – με το 1960 να είναι η αφετηρία (καφετί καμπύλη ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, γκρίζα συνολικές ώρες εργασίας).

Γράφημα ΙΙ

Σε αντίθεση τώρα με τη σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα και επομένως εντάσεως εργασίας ανάπτυξη στις ΗΠΑ, η Γερμανία αναπτύχθηκε βασισμένη στην υψηλή παραγωγικότητα και όχι στην ένταση εργασίας – όπως  φαίνεται από το Γράφημα ΙΙΙ (καφετί καμπύλη ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, γκρίζα συνολικές ώρες εργασίας). Παρεμπιπτόντως, από εδώ φαίνεται πως η πληθώρα εργατικού δυναμικού, όπως στις ΗΠΑ λόγω της αύξησης του πληθυσμού τους μέσω της μετανάστευσης, λειτουργεί αρνητικά όσον αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας – επειδή οι επιχειρήσεις, διαθέτοντας αρκετό και φθηνό εργατικό δυναμικό, δεν προσπαθούν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα τους με επενδύσεις/καινοτομία.

Γράφημα ΙΙΙ

Περαιτέρω, με δεδομένο το ότι στα γραφήματα ΙΙ και ΙΙΙ όλες οι τιμές «κανονικοποιούνται» στο δείκτη 1960 που είναι ίσος με το 100, είναι εύκολο να διαπιστωθεί το εξής: το ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στη Γερμανία αυξήθηκε από 100 το 1960 στο 450 το 2020, ενώ στις ΗΠΑ από το 100 σε λίγο χαμηλότερα από το 300, στην ίδια χρονική περίοδο. Εν προκειμένω, το αρνητικό είναι ο αριθμός των ωρών εργασίας – όπου η μεν αμερικανική ανάπτυξη έπρεπε να «τροφοδοτηθεί» μεταξύ του 1960 και του 2020 από το διπλασιασμό των ωρών εργασίας (από 100 σε σχεδόν 212), ενώ στη Γερμανία οι ώρες εργασίας μειώθηκαν από 100 σε 77.

Ακριβώς για το λόγο αυτό εντυπωσιάζει το ότι, η Γερμανία αναπτύσσεται παρά το ότι οι εργαζόμενοι της δουλεύουν πολύ λιγότερο και θεωρούνται τεμπέληδες – ενώ, αντίθετα, η αμερικανική «μηχανή εργασίας» ήταν αυτή που οδήγησε στην ανάπτυξη των ΗΠΑ.

Εν προκειμένω έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι, αυτοί που προπαγανδίζουν εναντίον των «κεϋνσιανών» οικονομικών της ζήτησης, οι νεοφιλελεύθεροι δηλαδή και οπαδοί των οικονομικών της προσφοράς, αναφέρονται επανειλημμένα στην παλιά και «αρτηριοσκληρωτική» Ευρώπη – αποφεύγοντας στην ουσία τα στοιχεία της παραγωγικότητας της εργασίας, παρά το ότι η οικονομική ανάπτυξη στη Γερμανία (πριν όμως από τις μεταρρυθμίσεις Hartz), ήταν πολύ πιο έξυπνη από αυτήν των ΗΠΑ.

Γιατί; Επειδή οι Γερμανοί παρήγαγαν περισσότερα αγαθά με λιγότερη εργασία - ενώ οι Αμερικανοί έπρεπε να θυσιάσουν πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο, για να διατηρήσουν την οικονομία τους σε αναπτυξιακή πορεία (προφανώς βέβαια, η φθηνή ρωσική ενέργεια διαδραμάτισε επίσης ρόλο).

Το παράδοξο της χαμηλής ανεργίας της Γερμανίας

Συνεχίζοντας, το ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι γιατί η Γερμανία δεν βίωσε υπερβολικά ποσοστά ανεργίας, από το 1960 και μετά – παρά την αυξανόμενη προσφορά γυναικών (=άνοδος της απασχολησιμότητας) και ξένων εργαζομένων (μεταναστών).

Η απάντηση ευρίσκεται από το γεγονός ότι, οι μέσες ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο στη Γερμανία το 1960 ήταν 2.182 ετησίως, το 1990 μειώθηκαν στις 1.583 ώρες και το 2020 στις 1.324 ώρες. Αντίθετα, στις ΗΠΑ το 1960 ήταν 1.934, το 1990 ήταν 1.796 και το 2010 μειώθηκαν στις 1.751 (πηγή). Δηλαδή, ενώ το 1960 οι Αμερικανοί εργάζονταν λιγότερο από τους Γερμανούς, στη συνέχεια συνέβη το αντίθετο – οπότε η ανεργία στη Γερμανία δεν αυξήθηκε, επειδή μειώθηκαν οι ώρες εργασίας.

Μετά τις μεταρρυθμίσεις Hartz τώρα εις βάρος των εργαζομένων, η Γερμανία παρουσίασε μία μέτρια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας – οπότε είχε πλέον λιγότερους πόρους για διανομή. Για να τους αυξήσει, δρομολόγησε την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση) – δηλαδή την αύξηση των πόρων της με τη ληστεία των εμπορικών της εταίρων, παράγοντας πολύ υψηλά πλεονάσματα.

Οι «γείτονες» όμως έχουν πια υπερχρεωθεί (ΕΕ) και οι άλλοι ελλειμματικοί εταίροι  έχουν δρομολογήσει έναν εμπορικό πόλεμο (ΗΠΑ)  - ενώ ταυτόχρονα η Γερμανία έχει αποκλεισθεί από τη φθηνή ρωσική ενέργεια και σε κάποιο βαθμό από την κινεζική αγορά. Επομένως θα αναμένονταν τα εξής:

(α) Να διενεργηθούν θυσίες στο εσωτερικό της – είτε από το κεφάλαιο (κάτι μάλλον απίθανο), είτε από το εργατικό δυναμικό, ειδικά των χαμηλών δεξιοτήτων, είτε από το κράτος (πολιτική λιτότητας).

(β) Η διαπραγματευτική θέση της εργασίας είναι ακόμη ισχυρή, παρά την άνοδο της ανεργίας στα 3.000.000 Γερμανούς μετά τον πόλεμο της Ουκρανίας - με κενές θέσεις απασχόλησης κάτω από 600.000. Επομένως θα αναμενόταν αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ, δήθεν στο όνομα της καταπολέμησης του πληθωρισμού, για να «πειθαρχήσουν» οι εργαζόμενοι – κάτι που όμως θα οδηγούσε στη χρεοκοπία τις υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης, όπως την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία κλπ.

(γ) Να μετατρέψει την οικονομία της σε πολεμική, με την επίκληση του ρωσικού κινδύνου, αυξάνοντας από την αμυντική της βιομηχανία την παραγωγικότητα, τις επενδύσεις και το ΑΕΠ – κάτι που φαίνεται πως η νέα κυβέρνηση της έχει επιλέξει, με απρόβλεπτα αποτελέσματα για το μέλλον της Ευρώπης και της ειρήνης.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι οι αιτίες της μείωσης της παραγωγικότητας της εργασίας – η οποία περιορίζει την «πίτα διανομής». Επομένως, μειώνει (ή δεν αυξάνει) είτε τους μισθούς, είτε τα δημόσια έσοδα, είτε τα επιχειρηματικά κέρδη - οπότε προκαλεί συγκρούσεις μεταξύ κράτους, επιχειρήσεων και εργαζομένων, τροφοδοτώντας συχνά πληθωριστικές πιέσεις.

Στα πλαίσια αυτά, οι οπαδοί της προσφοράς (νεοφιλελεύθεροι) οφείλουν κατ’ αρχήν να καταλάβουν ότι, η καινοτομία υποφέρει από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις τους – οπότε οι επενδύσεις, η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη. Πως, για παράδειγμα, η «ευελιξία» των αγορών εργασίας, μειώνει τελικά την αύξηση της παραγωγικότητας – ενώ οι αυξήσεις των μισθών σε μία «σφικτή» αγορά εργασίας, μπορούν εύκολα να υπερβούν την άνοδο της παραγωγικότητας, προκαλώντας πληθωρισμό.

Εν προκειμένω, οι οπαδοί της οικονομίας της προσφοράς, για να περιορίσουν τις πληθωριστικές πιέσεις, χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο της παλαιολιθικής εποχής: την αύξηση των επιτοκίων, με την ελπίδα της μείωσης των επενδύσεων και της πρόκλησης ανεργίας. Ο στόχος τους είναι να «πειθαρχήσουν» οι εργαζόμενοι κάποια στιγμή, σε χαμηλότερους μισθούς - οπότε να γίνει ο πληθωρισμός διαχειρίσιμος.

Όμως, οι περικοπές μισθών μειώνουν επίσης την αύξηση της παραγωγικότητας και του ΑΕΠ – κάτι που έχουμε βιώσει με το χειρότερο δυνατό τρόπο στην Ελλάδα. Έτσι συρρικνώνονται επί πλέον τα περιθώρια διανομής του παραγόμενου πλούτου – γεγονός που μπορεί να δώσει μία περαιτέρω ώθηση στον πληθωρισμό, καθιστώντας το έργο της εκάστοτε κεντρικής τράπεζας πολύ δύσκολο. Επίσης της πολιτικής – η οποία έρχεται αντιμέτωπη με πολύ δύσκολες προκλήσεις.

Πηγές: Cette et al. (2015). Contribution of ICT diffusion to labor productivity growth: the United States, Canada, the Eurozone and the United Kingdom, 1970–2013, International Productivity Monitor, vol. 28: 81–88; Gordon, R. (2016). The rise and fall of American growth, Princeton Univ. Press, Kleinknecht

https://analyst.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια