Εξακολουθεί η Γερμανία να πιστεύει στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση;
Για πολλά χρόνια, το ερώτημα του τίτλου δεν θα μπορούσε καν να τεθεί. Ποιος θα αμφισβητούσε την «ευρωπαϊκή νομιμοφροσύνη» της χώρας που όχι μόνο συγκαταλέγεται στις έξι που ίδρυσαν την ΕΟΚ αλλά και που επί πολλές δεκαετίες αποτέλεσε, μαζί με τη Γαλλία, την ατμομηχανή της ενωμένης Ευρώπης;
Σήμερα όμως, όχι μόνο υπάρχουν εξελίξεις που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ένα τέτοιο ερώτημα, αλλά και η καταφατική απάντηση σε αυτό δεν είναι προφανής.
Πράγματι, τον τελευταίο καιρό, η συμπεριφορά της Γερμανίας ως προς την ΕΕ εμφανίζει πολλά σημάδια αβεβαιότητας, σε βαθμό που κάποιοι να διερωτώνται αν η Γερμανία εξακολουθεί να πιστεύει στην Ευρώπη ή αν εξετάζει - και - άλλες γεωπολιτικές επιλογές.
Η εντύπωση αυτή φάνηκε να διασκεδάζεται κάπως από την πρόσφατη επιστολή του Όλαφ Σολτς προς την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με την οποία ο Γερμανός καγκελάριος ζητεί την παρέμβαση της ΕΕ για ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.
O Όλαφ Σολτς απαριθμεί στην επιστολή του μια σειρά από θέματα στα οποία θα ήθελε η Επιτροπή να αναλάβει «ταχεία και στοχευμένη δράση». Στην κορυφή του καταλόγου τοποθετεί τη μείωση της γραφειοκρατίας.
Υπογραμμίζει ακόμη ότι είναι σημαντικό να βρεθεί μια «ρεαλιστική ισορροπία» μεταξύ των στόχων που εξυπηρετούν την ευρωπαϊκή οικονομία και εκείνων της δράσης για το κλίμα και το περιβάλλον και τονίζει ότι «όπου τα προγραμματισμένα έργα βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα, πρέπει να αναβάλλονται ή ακόμη και να αποσύρονται εντελώς» - το μήνυμά του για αναθεώρηση, αν όχι αναστολή, της περιβαλλοντικής δράσης στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερο!
Δεν κρύβει δε ότι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τη χώρα του είναι η βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων και καλεί την Επιτροπή να αναλάβει πρωτοβουλία για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού συστήματος κινήτρων απόκτησης ηλεκτρικών οχημάτων.
Έως εδώ θα μπορούσε να είναι όλα καλά, αν βέβαια ξεχνούσαμε ότι στην επιστολή του δεν απασχολεί τον Γερμανό καγκελάριο η ανάγκη ευρωπαϊκής ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας και εν γένει της άμυνας της ΕΕ, για την οποία μάλιστα προβλέπεται έκτακτη ειδική συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε λιγότερο από ένα μήνα από τώρα · ούτε τον απασχολεί η πανθομολογούμενη ανάγκη αναζήτησης των πόρων που είναι αναγκαίοι για την ουσιαστική ενίσχυση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας μέσω κοινού δανεισμού της ΕΕ.
Θα μπορούσε δε κάποιος να προσθέσει ότι κάπως αργά θυμήθηκε ο Όλαφ Σολτς την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα, όταν οι δικές του κυρίως αντιδράσεις δεν επέτρεψαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βουδαπέστης, που είχε ως κύριο θέμα την ανταγωνιστικότητα, να προχωρήσει περισσότερο.
Τα πράγματα όμως γίνονται λιγότερο καλά όταν παρακάτω στην επιστολή του ο Όλαφ Σολτς επανέρχεται στην κόντρα της χώρας του με τη Γαλλία – αλλά και με τη μεγάλη πλειονότητα των χωρών της ΕΕ – για το θέμα των δασμών που αποφάσισε η ΕΕ να επιβάλει στα κινεζικά ηλεκτρικά οχήματα (θέμα για το οποίο, ως γνωστόν, η Γερμανία μειοψήφησε) ζητώντας να υπάρξει ένα «φιλικό» αποτέλεσμα στις σχετικές συζητήσεις με το Πεκίνο.
Χωρίς να μπαίνουμε στην ουσία της σκοπιμότητας ή μη των δασμών αυτών – υπάρχουν εκατέρωθεν ισχυρά επιχειρήματα – δεν μπορούμε να μη δούμε στην επιστολή Σολτς μια ακόμη επιβεβαίωση της συνεχιζόμενης αποστασιοποίησης της Γερμανίας από βασικές ευρωπαϊκές επιλογές.
Η διαφοροποίηση αυτή έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς άλλων «κρουσμάτων» που θα δικαιολογούσαν κάποια ανησυχία για την προοπτική της λειτουργίας της Γερμανίας. Έτσι:
Εδώ και χρόνια – ιδίως κατά την κρίση του κορονοϊού αλλά και μετά – η Γερμανία παρέχει τεράστια ποσά κρατικών ενισχύσεων στις επιχειρήσεις της, παρά την προκαλούμενη καταφανή στρέβλωση του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού.
Το ερώτημα γιατί το επιτρέπει αυτό η Επιτροπή είναι μάλλον ρητορικό. Σε σχετικές δε διαμαρτυρίες άλλων ευρωπαίων ηγετών, ο Όλαφ Σολτς είχε απαντήσει «Έχουμε χρήματα και δίνουμε». Τόσο απλά!
Ενώ η Γερμανία υποστηρίζει εδώ και καιρό τη δημοσιονομική και νομισματική «ορθότητα» εντός της ΕΕ, καθώς και την εμπέδωση των αρχών της ελεύθερης αγοράς, ο Σολτς αντιτάχθηκε στο σχέδιο της ιταλικής τράπεζας UniCredit να συγχωνευθεί με την Commerzbank - μια κίνησή του που προκάλεσε απορία τόσο στους ηγέτες της ΕΕ όσο και στον κόσμο των επιχειρήσεων.
Τον περασμένο Μάρτιο η Γερμανία απείχε από την ψήφιση κανόνων που υποχρεώνουν τις εταιρείες της ΕΕ να ελέγχουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους.
Η αντίδραση της Γερμανίας στον κοινό δανεισμό για χρηματοδότηση κοινών αμυντικών πρωτοβουλιών οδήγησε ορισμένες χώρες της ΕΕ σε συζητήσεις για δημιουργία ενός εκτός ευρωπαϊκών διαδικασιών μηχανισμού, ο οποίος θα προβεί σε έκδοση αμοιβαίου χρέους.
Αν και μετά τις εκλογές της η Γερμανία επιμείνει να είναι απούσα από μια τέτοια πρωτοβουλία, αυτό θα δείξει εμφανέστερα ότι βασικές επιλογές της διαφοροποιούνται από αυτές της υπόλοιπης ΕΕ.
Μια πιο ορατή -και συμβολικά σημαντική- «αυτονόμησή» της ήταν η μονομερής απόφαση της Γερμανίας να επιβάλει ελέγχους στα σύνορά της, αναστέλλοντας έτσι την εφαρμογή της Συνθήκης Σένγκεν, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των όμορών της χωρών. Παρόλο δε που η γερμανική κυβέρνηση επέμεινε ότι οι αλλαγές αυτές θα περιορίζονταν σε έξι μήνες, η διαφαινόμενη προοπτική είναι ότι θα ανανεωθούν.
Η στάση αυτή έχει βέβαια και τις αλυσιδωτές συνέπειες της. Ο καθένας πλέον εμφανίζεται να εφαρμόζει τη δική του πολιτική για τη μετανάστευση. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι έδωσε τον τόνο με την – ήδη μη εφαρμόσιμη πάντως -συμφωνία της με την Αλβανία.
Ο δεξιός συνασπισμός στην Ολλανδία επιδιώκει να εξαιρεθεί η χώρα από τους μεταναστευτικούς κανόνες που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ. Εν τω μεταξύ, η Φινλανδία και η Πολωνία, οι οποίες αντιμετωπίζουν και οι δύο συντονιζόμενα από το Κρεμλίνο μεταναστευτικά κύματα κατά μήκος των συνόρων τους με τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, αναζητούν λύσεις επίσης από μόνες τους.
Τα παραπάνω συμβαίνουν όταν όλα τα μηνύματα δείχνουν ότι η ενοποίηση της Ευρώπης είναι μονόδρομος για αυτή καθαυτή την επιβίωσή της.
Οι τελευταίες δε δηλώσεις του διδύμου Τραμπ-Μασκ δείχνουν ότι η Ευρώπη δεν έχει «υπαρξιακό» πρόβλημα μόνο από οικονομική άποψη αλλά ενδεχομένως και από άποψη γεωγραφικής ακεραιότητας!
Στον αντίλογο ότι και άλλες χώρες «αυτονομούνται» και εκδηλώνουν ανάλογες παρεκκλίσεις, είτε πρόκειται για τη στάση τους έναντι της Ουκρανίας και της Ρωσίας, είτε για το μεταναστευτικό, είτε με άλλες αφορμές, η απάντηση είναι ότι καμία από τις χώρες αυτές δεν έχει για την Ευρώπη τη σημασία και το ρόλο της Γερμανίας.
Ο Μάριο Ντράγκι διακηρύσσει ότι είτε θα προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση είτε η Ευρώπη θα περιπέσει σε κατάσταση αργής επιθανάτιας αγωνίας. Αν ισχύσει το δεύτερο ενδεχόμενο, η Γερμανία θα είναι μια από τις αιτίες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια