Ποιον μπορούν να εμπιστευτούν οι επενδυτές
Ποιον μπορούν να εμπιστευτούν οι επενδυτές όταν όλοι αποδεικνύονται λάθος;
Του Barry Ritholtz
Το έτος 2020 θα το θυμόμαστε για πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου του πόσο λάθος αποδείχθηκαν στις εκτιμήσεις τους τόσο πολλοί. Από την πανδημία έως τις εκλογές και από την οικονομία έως τις χρηματοοικονομικές αγορές, οι φορείς προγνώσεων έκαναν φρικτή δουλειά.
Όσον αφορά τη Wall Street, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί τόσο λίγοι "έπιασαν" τα πραγματα σωστά. Όταν μπαίναμε στη χρονιά, κανένας στρατηγικός αναλυτής δεν περιελάμβανε στις προγνώσεις του μια παγκόσμια πανδημία, 1,5 εκατ. θανάτους παγκοσμίως, τη χειρότερη οικονομική ύφεση των τελευταίων δεκαετιών, μια πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς κατά 34% και μια επακόλουθη ανάκαμψη η οποία θα είχε ως οδηγό μια χούφτα μετοχών του τεχνολογικού κλάδου για το 2020. Όμως, τα γεγονότα - "ουρές κινδύνου", είτε πρόκειται για πολέμους και φυσικές καταστροφές είτε για πανδημίες, "αναστατώτουν" συνήθως ακόμη και τις πιο λογικά θεμελιωμένες προβλέψεις.
Υπάρχουν μαθήματα που μπορούν να εξαχθούν από τα συλλογιστικά λάθη αφαιρετικής λογικής και τις λανθασμένες αναλύσεις δεδομένων, ανεξαρτήτως πεδίου, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν ακόμη και τους πιο έξυπνους εκ των παραγόντων της αγοράς σε λάθος εκτιμήσεις. Ας εξετάσουμε τρία παραδείγματα σχετικά με τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και τι σημαίνουν αυτές για τους επενδυτές.
Προσοχή στις συμπτώσεις
Οι "προβλέψεις" που μοιάζουν ικανές να αποφέρουν εύκολο χρήμα φαίνεται πρόσκαιρα να επιβεβαιώνονται τακτικά μέσα στο "καμίνι" των ημερήσιων δεδομένων της αγοράς. Μετά από μια πιο προσεκτική ανάλυση, ωστόσο, οι περισσότερες εξ αυτών αποδεικνύονται απλοί "αντικατοπτρισμοί". Το να προσδιορίσει κανείς εάν οι συγκεκριμένοι "δείκτες" βασίζονται σε στέρεη λογική μπορεί να βοηθήσει έναν επενδυτή να αποφύγει τις απώλειες.
Σκεφτείτε το παρακάτω στοιχείο: Από το 1928, όποτε ο δείκτης S&P 500 έχει σημειώσει άνοδο τους τρεις μήνες που προηγούνται των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, το κόμμα το οποίο ελέγχει τον Λευκό Οίκο έχει κερδίσει το 90% των φορών. Ο Julian Emanuel, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής μετοχών και παραγώγων της BTIG, βασίστηκε σε αυτήν την ιδέα στα μέσα Οκτωβρίου, λέγοντας ότι αυτό και άλλα δεδομένα της αγοράς δείχνουν ότι οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται να "υποτιμούν την πιθανότητα επανεκλογής του προέδρου Τραμπ". Και δεν ήταν ο μόνος που έριξε βάρος σε αυτό το στοιχείο μεταξύ των υπόλοιπων δεδομένων.
Τους τρεις μήνες πριν από τις φετινές εκλογές, ο S&P 500 κατέγραψε κέρδη 2,3%. Σε ετήσια βάση, πρόκειται για κέρδη άνω του 9%, που είναι περίπου ο μέσος όρος κερδών για οποιοδήποτε έτος. Ακόμα κι έτσι, ο τρέχων κάτοχος του ύπατου αξιωμάτος έχασε.
Το πρόβλημα με αυτό το στοιχείο είναι ότι και οι δύο μεταβλητές του εμφανίζονται αρκετά συχνά: οι αγορές τείνουν να ανεβαίνουν τις περισσότερες φορές, περίπου τρία - κατά μέσο όρο χρόνια - σε κάθε τετραετία, ενώ οι ήδη υφιστάμενοι πρόεδροι τείνουν να κερδίζουν την επανεκλογή τους - 33 εκ των 44 πριν από τον Τραμπ.
Εάν και τα δύο αυτά αποτελέσματα εμφανίζονται περίπου το 75% των φορών, είναι πιο πιθανό η ταυτόχρονη εμφάνισή τους να είναι συμπτωματική και όχι στοιχείο επιβεβαιωτικό προγνώσεων. Είναι μια μορφή "τύφλωσης παρονομαστή", όπου οι αναλυτές χρησιμοποιούν δεδομένα χωρίς να εξετάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά εμφανίζονται.
Το ρεκόρ "έξι στα έξι" είναι πιθανότατα απλώς μια αντανάκλαση του πόσο κοινό είναι να συμβαίνει το καθένα εκ των δύο φαινομένων. Η μη αναγνώριση αυτού του φαινομένου οδηγεί σε εσφαλμένη ανάγνωση του ως στοιχείου πρόγνωσης αντί για απλή σύμπτωση.
Μην συγχέετε την τύχη με τις δεξιότητες
Οι περισσότεροι δημοσκόποι δεν κατάφεραν να προβλέψουν με ακρίβεια το αποτέλεσμα των εκλογών του 2016, ωστόσο η Trafalgar Group το πέτυχε. Η εταιρεία του Robert Cahaly διεξήγαγε τις πιο ακριβείς δημοσκοπήσεις σε επτά πολιτείες: Φλόριντα, Πενσυλβάνια, Μίσιγκαν, Βόρεια Καρολίνα, Οχάιο, Κολοράντο και Τζόρτζια. Η Trafalgar προέβλεψε με ακρίβεια ακόμη και τον αριθμό των ψήφων στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων - 306 - που θα συγκέντρωνε ο Τραμπ.
Η επιτυχία της Trafalgar οδήγησε πολλούς να δώσουν ιδιαίτερη έμφαση στην πρόβλεψη του Cahaly για ακόμη μία νίκη του Τραμπ το 2020. Ο ίδιος προέβλεψε ακόμη ότι οι λεγόμενοι "ντροπαλοί υποστηρικτές" του Τραμπ θα του έδιναν ώθηση για μια νίκη με περίπου 276 έως 284 εκλέκτορες (εκ των συνολικά 538), με νίκες στη Βόρεια Καρολίνα και τη Φλόριντα, καθώς και στην Αριζόνα, την Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, τη Νεβάδα και την Πενσυλβανία.
Ο Cahaly πέτυχε στις δύο πρώτες, αλλά έχασε στη πρόβλεψή του για τις άλλες πέντε πολιτείες, οι οποίες και οδήγησαν στην ήττα του Τραμπ. Η λαϊκή ψήφος πήγε επίσης στον αντίπαλο του προέδρου, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος έλαβε περίπου 7 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον απερχόμενο αρχηγό του κράτους, με αποτέλεσμα ένα Κολέγιο Επιτρόπων με 306 εκλέκτορες για τον Δημοκρατικό πολιτικό έναντι 232 για τον Τραμπ.
Μια καλύτερη εξήγηση από τους "ντροπαλούς ψηφοφόρους" μπορεί να είναι ο τρόπος με τον οποίο η κομματική σχέση επηρέασε την ατομική απάντηση στην πανδημία. Οι υποστηρικτές του Μπάιντεν ήταν πιο πιθανό να βρίσκονται ήδη σε δουλειές γραφείου, που διεκπεραιώνονταν - εν μέσω πανδημίας - από το σπίτι σε σχέση με τους υποστηρικτές του Τραμπ και επομένως πιο εύκολα προσβάσιμοι σε σταθερά τηλέφωνα (δημοσκοπήσεις οι οποίες διεξάγονται σε τυχαίο δείγμα μέσω προγράμματος υπολογιστή δεν καλούν κινητά τηλέφωνα).
Οι υποστηρικτές του Τραμπ είχαν περισσότερες πιθανότητες να εργάζονται έξω από το σπίτι ή γενικά να βγαίνουν έξω. Αυτοί οι δύο παράγοντες εμφανίζονται ως πιθανή πηγή του χαμηλού αριθμού των καταγεγραμμένων Ρεπουμπλικανών στις δημοσκοπήσεις του 2020. Επομένως, εάν ο αναλυτής δεδομένων Nate Silver έχει δίκιο, η Covid-19 οδήγησε εκ της φύσης της κατάστασης σε δημοσκοπήσεις στις οποίες οι Δημοκρατικοί υπερεκπροσωπούνταν.
Οι επενδυτές θα πρέπει να είναι προσεκτικοί όταν ακολουθούν τις συμβουλές ειδικών και διαχειριστών κεφαλαίων που έχουν δικαιωθεί σε μια μεγάλη προγνωστική πρόβλεψη . Αντ' αυτού, θα πρέπει να προσπαθήσουν να καταλάβουν εάν οι συγκεκριμένοι ειδικοί ή οι διαχειριστές κεφαλαίων είναι ξεχωριστά επιδέξιοι ή απλώς τυχεροί. Το να ξεχωρίσει κανείς τις δεξιότητες από την τύχη είναι πάντα δύσκολο.
Εξετάστε το αντιπραγματικό
Σε μία από τις μετεκλογικές τους "νεκροψίες", οι Financial Times έγραψαν τα παρακάτω: "Τα χρήματα δεν μπορούν να σας αγοράσουν ψήφους: τα μετρητά που δαπανούν οι Δημοκρατικοί έχουν χαμηλότατες αποδόσεις". Για να προβληθεί ένας τέτοιος ισχυρισμός, πρέπει κανείς να καταφέρει να παρουσιάσει τα ίδια εκλογικά αποτελέσματα χωρίς κανένα χρηματικό πλεονέκτημα. Κάτι τέτοιο είναι τεχνικά αδύνατο.
Το διανοητικό μοντέλο του αντιπραγματικού θέτει το ερώτημα: "Ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα χωρίς αυτόν τον παράγοντα;". Αναπτυγμένο από τον Πρώσο μαθηματικό του 19ου αιώνα Carl Gustav Jacob Jacobi, η θεωρία του αντιπραγματικού απαιτεί διαφοροποίηση οπτικής. Ένα καλό παράδειγμα προέρχεται από τον στρατηγικό αναλυτή Matt Bennett του think tank The Third Way, ο οποίος παρατήρησε: "Αν δεν έχει κανείς χρήματα, είναι πιθανότερο να χάσει, ωστόσο, αν έχει χρήματα, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα κερδίσει". Στη λογική και τα μαθηματικά, η συνθήκη αυτή περιγράφεται ως "αναγκαία αλλά όχι επαρκής".
Μια άνοδος το 2020 στις δαπάνες των Δημοκρατικών θα μπορούσε να ήταν ο παράγοντας που έκανε τη διαφορά στις πέντε πολιτείες που άλλαξαν χέρια σε σχέση με το 2016: Ουϊσκόνσιν, Μίσιγκαν, Πενσυλβάνια, Τζόρτζια και Αριζόνα. Αυτό ωστόσο το απολύτως αναγκαίο πλεονέκτημα στάθηκε ανεπαρκές στη Φλόριντα, με τον ιδιαίτερα διαφοροποιημένο πληθυσμό και το περίπλοκο πολιτικό τοπίο της.
Οι επενδυτές τείνουν να βλέπουν τον κόσμο με όρους περισσότερο αποτελεσμάτων και λιγότερο διεργασιών. Υποθέτουμε ότι τα αναγνωρίσιμα αίτια οδηγούν σε συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα. Ο κόσμος, όμως, είναι πολύ πιο ακατάστατος και περίπλοκος από αυτό.
Το να το ξεχνά κανείς μπορεί να τον οδηγήσει σε θεμελιώδη σφάλματα σκέψης, καθώς και σε δαπανηρά σφάλματα όσον αφορά το χαρτοφυλάκιό του.
Post Comment
Δεν υπάρχουν σχόλια